Ο ένας ξεπλήρωσε τα χρέη στην εφορία και ο άλλος αγόρασε σπίτι για την οικογένειά του. Η καρφωτή στον αρχηγό της ΕΛΑΣ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 90 οι τράπεζες της Αττικής είχαν μπει στο στόχαστρο συμμοριών. Τα περιστατικά ενόπλων ληστειών αυξάνονταν χρόνο με τον χρόνο. Εκατομμύρια δραχμές είχαν αποσπαστεί από τα ταμεία των τραπεζών με τους υπαλλήλους να σηκώνουν τα χέρια στον αέρα από φόβο για τη ζωή τους.
Συγκεκριμένα, το 1992 είχαν σημειωθεί 11 ληστείες, ενώ μέσα σε έναν χρόνο αυξήθηκαν στις 37. Το 1994 υπήρξε μια μικρή μείωση στις 26, ενώ το 1995 έκλεισε με ρεκόρ, καθώς σημειώθηκαν 38 ληστείες. Όλες ένοπλες.
Πολλές από αυτές τις υποθέσεις εξιχνιάστηκαν, χάρη στο κλειστό κύκλωμα κάμερας που μόλις είχαν βάλει μερικές τράπεζες για να προστατευτούν από τους ληστές. Μέχρι τότε στηρίζονταν στις καταθέσεις των μαρτύρων και του φύλακα, που τις περισσότερες φορές ήταν αντιφατικές, ενώ πάντα ο πρώτος ύποπτος ήταν ο φύλακας!
Τότε οι εγκληματίες για να μην αναγνωρίζονται, άρχισαν να βάζουν μάσκες και καλσόν στο κεφάλι, ώστε να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά τους. Μια από τις υποθέσεις που εξιχνιάστηκε χάρη στις κάμερες ήταν οι ληστείες του “ψηλού και του κοντού” όπως τους αποκαλούσε ο Τύπος της εποχής, που είχαν ρημάξει τις τράπεζες της Αττικής στις αρχές της δεκαετίας του 90 και είχαν καταφέρει να αποσπάσουν 73.572.600 δραχμές. Από τα τέλη του 1993 μέχρι τις αρχές του 1995 είχαν κάνει συνολικά 15 ένοπλες ληστείες.
Ο “κοντός” ήταν ο 46χρονος οικογενειάρχης Φ. Β. Εργαζόταν ως επιπλοποιός και στο παρελθόν είχε δική του επιχείρηση κατασκευής και πώλησης επίπλων που όμως είχε πτωχεύσει και είχε γεμίσει τον “κοντό” με χρέη. Ο “ψηλός” ήταν ο 25χρονος Μ. Χ., ένας νεαρός άνεργος.
Η πρώτη τους ληστεία έγινε παραμονή Χριστουγέννων το 1993 στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στην Πατησίων, από όπου πήραν με την απειλή όπλου 4.391.000 δραχμές. Είκοσι πέντε μέρες αργότερα, χτύπησαν ξανά. Αυτή τη φορά στο στόχαστρό τους ήταν ένα υποκατάστημα της Εθνικής Στεγαστικής Τράπεζας, από οποία πήραν το ποσό των 2.000.000 δραχμών, ενώ περίπου ένα μήνα αργότερα χτύπησαν υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας στο Παλαιό Φάληρο, από όπου άρπαξαν το ποσό των 5.400.000 δραχμών.
Το δίδυμο των ληστών συνέχισε τη δράση του για σχεδόν έναν χρόνο. Ενεργούσαν πάντα βάσει συγκεκριμένου σχεδίου. Μία μέρα πριν από τη ληστεία, πήγαιναν στην Ομόνοια και σε άλλα κεντρικά σημεία της Αθήνας και έκλεβαν παπάκια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να διαφύγουν από την τράπεζα αφού είχαν ολοκληρώσει τη “δουλειά” τους. Οι δυο δράστες φορούσαν πάντα καπέλο τζόκεϊ και κάποιες φορές γυαλιά ηλίου.
Πρώτος στην τράπεζα έμπαινε πάντα ο “ψηλός”, καθώς λόγω ύψους ήταν πιο επιβλητικός. Με την απειλή όπλου ακινητοποιούσε τον διευθυντή της τράπεζας. Στη συνέχεια έμπαινε ο “κοντός” κρατώντας όπλο και κατευθυνόταν προς τους υπαλλήλους. Ξάφριζε τα ταμεία και έβαζε τα χρήματα μέσα στο πουκάμισό του. Μετά εξαφανίζονταν με τα κλεμμένα μηχανάκια, τα οποία παρατούσαν σε διάφορα σημεία της Αθήνας.
Τι έκαναν με τα χρήματα που έκλεβαν
Με τα χρήματα ο “ψηλός” και νεότερος έκανε επενδύσεις. Αγόρασε μια μονοκατοικία στον Ταύρο. “Έδωσε μετρητά 8.500.000 δραχμές χωρίς να κάνει παζάρια. Φαινόταν ότι ήθελε το σπίτι. Έμενε εδώ με την αρραβωνιαστικιά του. Πολλές φορές τον επισκεπτόταν ο “θείος” του, που όπως αποδείχθηκε ήταν ο “κοντός”, είχε πει γείτονας του “ψηλού” στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ τον Φεβρουάριο του 1995, όταν πια είχε αποκαλυφθεί η δράση τους.
Νοίκιασε επίσης, ένα ισόγειο κατάστημα για να το μετατρέψει σε μαγαζί με ηλεκτρονικά και τυχερά παιχνίδια. Όπως δήλωσε αργότερα στην απολογία του, χαλούσε 5.000 δραχμές την εβδομάδα, ενώ έδινε περίπου 30.000 δραχμές στους γονείς του, που είχαν χωρίσει πρόσφατα. Έκανε ακόμη και καταθέσεις χιλιάδων δραχμών σε τράπεζες που έκλεβε.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο “κοντός” με τα χρήματα που λήστεψε ήταν να πληρώσει 7.000.000 δραχμές στο Δημόσιο για να ξεχρεώσει. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων τα σπατάλησε στον ιππόδρομο και στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεις. Αργότερα, ο κοντός είπε ότι “στον ιππόδρομο είχε πάει μόνο μια-δυο φορές γι να δικαιολογήσει στην Εφορία τα χρήματα που έβγαζε”.
Το τέλος της δράσης τους
Τα συνεχόμενα χτυπήματά τους, είχε οδηγήσει την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών να τους επικηρύξει. Στις 25 Ιανουαρίου 1995 ανακοίνωσε ότι έδινε το ποσό των 30 εκατομμυρίων δραχμών σε όποιον έδινε χρήσιμες πληροφορίες για τους δυο δράστες που είχαν γίνει ο εφιάλτης των τραπεζών. Τρόμαζαν τους υπαλλήλους και κλόνιζαν την εμπιστοσύνη των πελατών.
Η τελευταία τους ληστεία έγινε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1995. Είχαν εισβάλλει στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας στη Λεωφόρο Συγγρού, από όπου είχαν κλέψει το ποσό των 9.500.000 δραχμών. Όμως, έναν μήνα αργότερα οι αρχές τους συνέλαβαν. Ο πρώτος λόγος ήταν πληροφορίες που είχε ο αρχηγός της ΕΛΑΣ από άτομο που βρισκόταν στον κύκλο του “ψηλού” και του “κοντού”. ο δεύτερος ήταν οι πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις κάμερες. Πρώτος συνελήφθη ο “κοντός”, στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν περίπου 7 εκατομμύρια δραχμές σε μετρητά.
Ο “κοντός” αρνήθηκε κάθε κατηγορία, αλλά λίγο αργότερα λύγισε και αποκάλυψε ποιος ήταν ο συνεργός του. Έτσι, συνέλαβαν και τον “ψηλό”, ο οποίος παρόλο που στην αρχή έκανε τον ανήξερο, ομολόγησε ότι εκείνοι ήταν το δίδυμο των ληστών που αναζητούσαν. Στην απολογία του ο “κοντός” πήρε όλη την ευθύνη και είπε ότι εκείνος είχε επηρεάσει τον 25χρονο. Ζήτησε συγγνώμη από τον Θεό, τη σύζυγό του, τα δυο ανήλικα παιδιά του και την κοινωνία. “Δρούσαμε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην κάνουμε κακό σε άνθρωπο. Γι’ αυτό διάλεξα για συνεργάτη μου τον Μ. Χ. Επειδή αγαπούσε τον άνθρωπο. Δεν θα επέλεγα ποτέ έναν αδίστακτο. Άλλωστε όταν του πρότεινα να συνεργαστούμε είχε ενδοιασμούς. Εγώ φέρω τη μεγαλύτερη ευθύνη” είχε πει ο Φ. Β. σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ τον Μάιο του 1996. “Έχω κάνει κάποια λάθη. Να πληρώσω” συνέχισε.
“Η πρώτη τράπεζα που ληστέψαμε ήταν μικρή. Μου φάνηκε εύκολο. Εγώ ήθελα τότε να σταματήσουμε. Αλλά ο Β. Μου έλεγε ότι αφού ήταν εύκολο να συνεχίσουμε για να μαζέψουμε και άλλα χρήματα, να κάνουμε δουλειά δική μας, να γίνουμε πλούσιοι” είπε στην απολογία του ο “ψηλός”.
Παρ’ όλα αυτά, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στον “ψηλό”. “Η πολλαπλότητα της πράξης τους αποδεικνύει αμβλυμένες συνειδήσεις” είπε ο εισαγγελέας. Η απάντησή του στις προσπάθειες της υπεράσπισης να εμφανίσει ότι ο “ψηλός” έπασχε από ψυχικά και νοητικά προβλήματα ήταν “Έχετε δει εσείς κανέναν με τέτοια προβλήματα να κάνει επενδύσεις;”.
Οι δυο δράστες καταδικάστηκαν σε 24 χρόνια κάθειρξη και σε 200.000 δραχμές χρηματική ποινή. Σήμερα, είναι ελεύθεροι και δεν έχουν απασχολήσει ξανά τις αρχές. Για προφανείς λόγους δεν αναφέρουμε τα ονόματά τους, που είχαν δημοσιευθεί τότε σε όλες τις εφημερίδες. Για την ιστορία, ο κοντός είχε ύψος 1.60 και ο ψηλός 1.80.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr