Σε ένα από τα μηνύματα, το οποίο στάλθηκε την 8η Φεβρουαρίου 2018, ενώ αεροσκάφη του τύπου βρίσκονταν πλέον στον αέρα, οκτώ μήνες πριν γίνει το πρώτο από τα δύο πολύνεκρα δυστυχήματα που εντέλει οδήγησαν στην καθήλωση όλου του στόλου στο έδαφος, ένας εργαζόμενος της Μπόινγκ ρωτάει έναν δεύτερο: «Θα επιβίβαζες την οικογένειά σου σ’ ένα MAX (…); Διότι εγώ δεν θα το έκανα». Για να λάβει τη μονολεκτική απάντηση: «Όχι».
Κάποια από τα μηνύματα αποκαλύπτουν τις προσπάθειες και τις πιέσεις που άσκησε η Μπόινγκ για να αποφύγει κάθε ενδεχόμενο να απαιτηθεί επανεκπαίδευση των πιλότων σε προσομοιωτές πτήσεων και η πιστοποίησή τους εκ νέου — πρόκειται για πανάκριβη και χρονοβόρα διαδικασία — ως προϋπόθεση για την απόκτηση του 737 MAX.
Η κατασκευάστρια ανακοίνωσε πριν από μερικές ημέρες πως προτείνει οι πιλότοι να εκπαιδευθούν σε προσομοιωτές και να πιστοποιηθούν εκ νέου πριν ξαναρχίσουν οι πτήσεις των 737 MAX. Πρόκειται για στροφή 180 μοιρών σε σχέση με τη στάση που τηρούσε μέχρι τώρα, ότι δηλαδή αρκούσε μια εκπαίδευση σε υπολογιστή, διότι ο νέος τύπος ήταν παρόμοιος με το 737 NG.
Η δημοσιοποίηση των μηνυμάτων αυτών, τα οποία αποκαλύπτουν ότι στην εταιρεία ήταν κυρίαρχη η κουλτούρα των επιθετικών περικοπών κόστους και ότι η περιφρόνηση προς την FAA ήταν γενικευμένη, αναμένεται να βαθύνει ακόμη περισσότερο την κρίση στην Μπόινγκ, που δυσκολεύεται να πείσει τους εποπτικούς φορείς να επιτρέψουν να ξαναρχίσουν οι πτήσεις του αεροπλάνου πάνω στο οποίο έχει βασίσει το μέλλον της και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του επιβατικού κοινού.
Όλα τα 737 MAX παραμένουν καθηλωμένα στο έδαφος από τον Μάρτιο, όταν έγινε το δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη ένα αεροσκάφος της Ethiopian Airlines, πέντε μήνες μετά από εκείνο — υπό πανομοιότυπες συνθήκες — της Lion Air. Τα δύο δυστυχήματα στοίχισαν τη ζωή σε συνολικά 346 ανθρώπους.
Η FAA πάντως ανέφερε ότι τα μηνύματα που δόθηκαν στη δημοσιότητα δεν εγείρουν νέες ανησυχίες για την ασφάλεια του αεροπλάνου, αν και «ο τόνος και η γλώσσα που περιέχεται σ’ αυτά απογοητεύουν».