Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος.
Στη μάχη για την ανακάλυψη του εμβολίου κατά του κορωνοϊού έχουν μπει δεκάδες ερευνητικές ομάδες σε όλον τον πλανήτη. Αυτό που προβληματίζει είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκής αριθμός τεστ, γεγονός που καθιστά αδύνατο να εκτιμηθεί ο πραγματικός αριθμός κρουσμάτων σε όλον τον πλανήτη.
Μία νέα μέθοδος αποτελεί εναλλακτικό τρόπο για να εκτιμηθεί ο πραγματικός αριθμός κρουσμάτων στον πλανήτη. Κάποιες επιστημονικές ομάδες θεωρούν ότι τα λύματα μπορούν να δώσουν λύση σε αυτό το πρόβλημα. Όπως αναφέρεται ο τρόπος αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά, μετά το τέλος του πρώτου πανδημικού κύματος για να εξαχθούν συμπεράσματα.
Με λίγα λόγια θα μπορούσε να εκτιμηθεί κατά πόσο ο κορωνοϊός θα μπορούσε να επανεμφανιστεί σε μία χώρα μετά το τέλος των περιοριστικών μέτρων. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα λύματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο για έγκαιρη προειδοποίηση επανεμφάνισης του φονικού ιού που «θερίζει» τον πλανήτη.
Μία ερευνητική ομάδα στην Ολλανδία ανίχνευσε τον κορωνοϊό στα λύματα του αεροδρομίου του Άμστερνταμ μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα. Οι ερευνητές σκοπεύουν να επεκτείνουν την ανάλυση των λυμάτων στις πρωτεύουσες όλων των περιφερειών της χώρας, καθώς και σε κάθε περιοχή όπου έως τώρα δεν έχει καταγραφεί κάποιο κρούσμα κορωνοϊού.
Η λογική του πιο απλού αυτού τρόπου είναι ότι ο ιός, όπως και άλλοι μικροοργανισμοί, εκκρίνεται με τα ούρα και τα κόπρανα, συνεπώς καταλήγει στα λύματα. Μία εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού δέχεται ακατέργαστα λύματα από εκατοντάδες, χιλιάδες ή και εκατομμύρια ανθρώπους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές η ανάλυση των λυμάτων μπορεί να δώσει μία εικόνα για την εξάπλωση του κορωνοϊού καλύτερη ακόμη και από τα τεστ, καθώς στα λύματα «αντανακλώνται» επίσης όσοι άνθρωποι δεν έχουν κάνει τεστ, καθώς και οι ασυμπτωματικοί. Μάλιστα ομάδα εντόπισε γενετικό υλικό του SARS-CoV-2 στην ολλανδική πόλη Άμερσφουρτ, πριν καν καταγραφεί το παραμικρό κρούσμα.
Για να έχει η συγκεκριμένη μέθοδος κάποια αξιοπιστία η εκτίμηση σχετικά με την εξάπλωση της Covid-19 στον ευρύτερο πληθυσμό με βάση τα δείγματα από τα λύματα, πρέπει πρώτα να γίνει μία καλή εκτίμηση πόσο ιικό γενετικό υλικό (RNA) εκκρίνεται με τα ούρα και τα κόπρανα του μέσου ανθρώπου -κάτι όχι εύκολο- ώστε στη συνέχεια να γίνει αναγωγή στον γενικό πληθυσμό. Μέχρι σήμερα οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι ο ιός μπορεί να εμφανιστεί στα κόπρανα μέσα σε τρεις μέρες από την έναρξης της λοίμωξης.
Αρκετά νωρίτερα δηλαδή από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Η έγκαιρη ανίχνευση του ιού στα λύματα μπορεί να προετοιμάσει έγκαιρα τις αρχές δημόσιας υγείας, ώστε να αποφασίσουν κατά πόσο θα επιβάλουν ξανά περιοριστικά μέτρα και να αποφύγουν μία μαζική επανεμφάνιση του ιού.