Ο Δανός σκηνοθέτης νομίζει πως η ματιά του μπορεί να προσδώσει στο είδος του horror έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα αλλά, όσο και αν επιχειρεί να προσποιηθεί τον βαθύ δημιουργό, είναι πολύ λίγος μπροστά στους μεγάλους δημιουργούς του είδους.
Του Δημοσθένη Χριστόπουλου
Ένας serial killer που την βρίσκει να σκοτώνει (κατά βάση) γυναίκες αφηγείται σε έναν άγνωστο και απρόσωπο ακροατή το τι συνέβη στα τελευταία 12 χρόνια στη ζωή του. Και μέσα από την αφήγησή του βλέπουμε ουσιαστικά να δομείται το πορτρέτο ενός ψυχοπαθή δολοφόνου δια χειρός Λαρς Φον Τρίερ, στην σημαντικότερη ταινία που κάνει πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα στις ελληνικές αίθουσες και έχει τίτλο «Τhe house that Jack built».
Ο Τρίερ είναι ένας σκηνοθέτης που παραδοσιακά διχάζει. Για την ακρίβεια, είναι κάποιος που προσδοκά να διχάσει όσο πιο πολύ μπορεί και -προφανώς- τα καταφέρνει. Ταυτόχρονα, είναι κάποιος του οποίου είναι οι προβληματισμοί που συγκροτούν την ταυτότητα του προσωπικού του σινεμά και όχι η στράτευσή του στο ίδιο το σινεμά. Είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που κάθε του ταινία αποτελεί έναν κρίκο σε μια θεματική, κινηματογραφική αλυσίδα πέρα και έξω από τα διαφορετικά είδη του σινεμά: οι «ταινίες του Τρίερ» είναι ένα συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου από μόνες του.
Ακόμα και όταν ο Δανός επιχειρεί να διανύσει χωράφια εξειδικευμένων ειδών σινεμά, κουβαλάει μαζί του αυτό το χαρακτηριστικό. Συνήθως, τέτοιου τύποι σκηνοθέτες καταφέρνουν να υπερβούν τα όρια που υπάρχουν στα είδη όταν τα επισκέπτονται. Ο Κιούμπρικ για παράδειγμα που έκανε τέτοιο, προσωπικό κινηματογράφο διεύρυνε τα όρια του Sci Fi όταν το επισκέπτηκε περιστασιακά μέσα από το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» και περίπου 12 χρόνια αργότερα έκανε το ίδιο με το είδος του horror μέσα από την «Λάμψη». Καταφέρνει κάτι αντίστοιχο και ο Τρίερ στην horror προσπάθεια του, δηλαδή την τελευταία του ταινία; Ούτε κατά διάννοια.
Αντί ο Τρίερ, ως πιο «οικουμενικός» σκηνοθέτης να προσδώσει μια οικουμενικότητα στο splatter θρίλερ του απεγκλωβίζοντας το από τους εσωτερικούς κανόνες του είδους, τελικά μοιάζει πολύ λίγος να ανταγωνιστεί ευθέως τους μεγάλους δημιουργούς του horror. Μπορεί να πλασάρεται ως αντισυμβατικός και ριζοσπάστης αλλά η ικανότητά του να εμβαθύνει τη δημιουργία του και να την κάνει όχημα έκθεσης συμβολισμών είναι τελικά γεμάτη δηθενιά και κενού περιεχομένου αφηγηματικά τρικ.
Καταφέρνει βέβαια, το θρίλερ του να είναι πολύ δυνατό και κατά στιγμές σοκαριστικό – αυτό ας του το δώσουμε. Όμως μέχρι εκεί. Και εδώ που τα λέμε, σιγά το κατόρθωμα: δεν ζούμε πια στα 90s που μια σοκαριστική ταινία ήταν είδηση από μόνη της. Κατά τα άλλα, ο Τρίερ απελευθερώνει μέσα από το «Τhe house that Jack built» τον άκρατο μισογυνισμό του, δηλαδή μια από τις πολλές πτυχές του συντηρητισμού που τον διακρίνει όπως έχει ανελλιπώς φανερωθεί από μπόλικους σταθμούς της φιλμογραφίας του και νιώθει ότι κάνει κάτι βαθύτερο όταν ξεκαθαρίζει ότι ο μισογυνισμός του σερβίρεται υπό μορφή τρολαρίσματος.
Σαν έφηβος που δηλώνει πως δεν είναι ρατσιστής και στη συνέχεια λέει ανέκδοτα με ρατσιστικό περιεχόμενο αυτοαναιρώντας τον εαυτό του, ο Τρίερ προσπαθεί να μας φωνάξει πως το περιεχόμενο των δηλώσεών του έχει βάθος αλλά όσοι δεν ψαρώνουν με εφηβικές κραυγές που επιχειρούν να κατοχυρωθούν ως «διαφορετικές», απλά χασμουριούνται μαζί του. Τουλάχιστον, σε έναν έφηβο μια τέτοια συμπεριφορά θα έμοιαζε συμπαθητική…