
Τι συνέβη;
Αίσθηση προκάλεσαν οι δηλώσεις του Γιώργου Νταλάρα για τη νυχτερινή διασκέδαση στην Ελλάδα, με αρκετούς να σπεύδουν να τον κατηγορήσουν ότι απαξιώνει τα «μπουζούκια» και όσους εργάζονται στον χώρο.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση των όσων είπε στη συνέντευξή του στην εκπομπή «Start» της ΕΡΤ με τη Μαίρη Αρώνη, δείχνει πως ο στόχος του δεν ήταν η απόλυτη κριτική, αλλά η καταγραφή ενός πολιτισμικού προβληματισμού.
Ο καταξιωμένος ερμηνευτής δεν επέκρινε τη λαϊκή διασκέδαση αυτή καθαυτή – ούτε και τους καλλιτέχνες που υπηρετούν το συγκεκριμένο είδος. Αντιθέτως, αναγνώρισε την αξία και το ταλέντο πολλών τραγουδιστών του χώρου. Εκείνο που επέκρινε ήταν η απουσία αισθητικής και πολιτιστικής προσφοράς που, κατά την άποψή του, χαρακτηρίζει πολλές από τις νυχτερινές πίστες σήμερα.
«Υπάρχει μια παράδοση στη χώρα μας», ανέφερε χαρακτηριστικά, «όπου ο κόσμος βγαίνει νύχτα, γίνεται λιάρδα από το ποτό και μετά πηγαίνει -υποτίθεται- το πρωί στη δουλειά του. Αλήθεια, ποιος πάει; Και τι προσφέρει όλο αυτό στον πολιτισμό μας; Τι αισθητική έχει;».
Ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος έχει εμφανιστεί και ο ίδιος στο παρελθόν σε μεγάλες πίστες, έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι η κριτική του δεν αφορά τα πρόσωπα, αλλά το σύστημα: «Είδατε ποτέ τον Μίκη Θεοδωράκη ή τον Μάνο Χατζιδάκι να δουλεύουν σε μαγαζιά μέχρι τις 6:30 το πρωί; Πώς γίνεται να παντρεύονται αυτές οι δύο πραγματικότητες;», διερωτήθηκε.
Παράλληλα, μίλησε με σεβασμό για τους λαϊκούς τραγουδιστές της νύχτας, λέγοντας: «Υπάρχουν φωνές καταπληκτικές, εκπληκτικοί τραγουδιστές. Μακάρι να είχα κι εγώ τις δυνατότητές τους».
Η συνέντευξη κινήθηκε και σε πιο προσωπικό τόνο, με τον Γιώργο Νταλάρα να κάνει αναφορές στα δύσκολα παιδικά του χρόνια και την πορεία του στη μουσική. «Είμαι μεγάλος πια. Και είναι ωραίο να ξυπνάς και να βλέπεις το φως του ήλιου», είπε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας με νόημα: «Δεν φρόντισα να πεθάνω στα 32 μου από ουσίες και σκόνες».
Όσο κι αν η δήλωσή του προκάλεσε αντιδράσεις, φαίνεται πως για άλλη μια φορά ο Γιώργος Νταλάρας μίλησε από τη θέση του καλλιτέχνη με μακρά διαδρομή και βαθιά προβληματισμένο λόγο. Και ενδεχομένως – πίσω από τον θόρυβο – έθεσε ερωτήματα που αξίζει να συζητηθούν.