Ο Τόμας Χάμιλτον εισέβαλε οπλισμένος με 4 περίστροφα σε ένα δημοτικό σχολείο του Ντανμπλέιν της Σκωτίας και δολοφόνησε εν ψυχρώ 16 παιδιά ηλικίας 5-6 ετών και τη δασκάλα τους Γκουέν Μέιορ. Τραυματίστηκαν άλλα 12 παιδιά και ένας καθηγητής. Μετά το έγκλημα, ο 43χρονος άνδρας έβαλε τέλος και στη δική του ζωή, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα στην ιστορία της Μ. Βρετανίας, που έμεινε γνωστό ως «Η σφαγή των αθώων».
Ο Χάμιλτον, σύμφωνα με τις Αρχές, είχε σχεδιάσει αρκετό καιρό πριν τις δολοφονίες των παιδιών και γνώριζε καλά τους χώρους του σχολείου. Όταν το κουδούνι χτύπησε και οι μαθητές μπήκαν στις αίθουσες, ο δράστης κατευθύνθηκε προς το γυμναστήριο, όπου άρχισε να «γαζώνει» αδιακρίτως όποιον έβρισκε στο διάβα του. Παρών στο μακελειό ήταν και ο διάσημος τενίστας Άντι Μάρεϊ, ο οποίος τότε ήταν 9 ετών και φοιτούσε στην Δ’ δημοτικού.
Το προφίλ του δράστη
Ο Τόμας Χάμιλτον, σύμφωνα με όσα υποστήριξαν άνθρωποι που τον γνώριζαν, ήταν ένας ιδιόρρυθμος και μοναχικός άνδρας, που αντιμετώπιζε βαριά ψυχολογικά προβλήματα. Διατηρούσε για πολλά χρόνια ένα αθλητικό κέντρο για παιδιά, το οποίο όμως έκλεισε κάποια στιγμή, με αποτέλεσμα ο 43χρονος να μείνει άνεργος. Το γεγονός αυτό φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ραγδαία επιδείνωση της ψυχικής υγείας του.
Όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για έναν άνθρωπο κλειστό και απόμακρο, που απέφευγε τις συναναστροφές. Επειδή ντύνονταν εκκεντρικά και φέρονταν παράξενα συχνά τον κορόιδευαν. Οι χλευασμοί ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς του. Παρότι έδινε την εντύπωση ενός φιλήσυχου ανθρώπου, το 1991 είχε απασχολήσει ξανά τις Αρχές, για κακοποίηση ανηλίκων και αντίσταση κατά της Αρχής. Ωστόσο, δεν κάθισε ποτέ στο εδώλιο.
Η αλλαγή στο καθεστώς οπλοκατοχής
Η «Σφαγή των αθώων» σόκαρε τη βρετανική κοινή γνώμη και πυροδότησε πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες επέφεραν ριζικές αλλαγές στο καθεστώς οπλοκατοχής. Το 1997 η Κυβέρνηση του Τζον Μέιτζορ εισήγαγε νόμο που ποινικοποιούσε την κατοχή πυροβόλων όπλων, εξαιρώντας τα πιστόλια διαμετρήματος 5.6 χιλιοστών, τα οποία ωστόσο απαγορεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr