Η σκιά του Ρόκι είναι πολύ έντονη για να φύγει από την προστασία της τόσο εύκολα ο Creed...
Ο κινηματογραφικός μύθος του Ρόκι μετράει αισίως 42 χρόνια ζωής. Ο φτωχός και ταπεινός μποξέρ που το 1977 πρωταγωνίστησε σε μια χαμηλών τόνων ταινία κάνοντας την έκπληξη και κερδίζοντας τον «Ταξιτζή» στην κατηγορία καλύτερης ταινίας των Όσκαρ μετουσιώθηκε τις επόμενες δεκαετίες σε ένα αληθινό θρύλο της κινηματογραφικής βιομηχανίας εν γένει, μέτρησε άλλες πέντε συνέχειες μέχρι και το 2006 και υπήρξε μια φιγούρα που ταυτίστηκε όσο καμία άλλη με τον Σιλβέστερ Σταλόνε (πλέον μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως ο Ρόκι του Σταλόνε έχει κερδίσει σε δημοτικότητα τον Ράμπο του ίδιου ηθοποιού).
Τα τελευταία τρία χρόνια, πάνω σε αυτόν τον μύθο, επιχειρείται να δομηθεί η επέκτασή του: τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο «Creed», που κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες, αποτελούν ένα franchise, οι φιλοδοξίες του οποίου βρίσκονται στα ύψη ακριβώς εξαιτίας της θρυλικής μήτρας από την οποία προέρχεται.
Είναι δυνατόν να προχωρήσει αυτή η προσπάθεια χωρίς μια βαρβάτη επένδυση από πλευράς σεναρίου πάνω στην νοσταλγία που αυτονόητα απορρέει από την καρδιά τέτοιων ταινιών; Ας μην κρυβόμαστε: προφανώς, όχι. Είναι άλλωστε κατά βάση η νοσταλγία που κινητοποιεί τόσο κόσμο να τρέχει στο σινεμά για να δει κάτι που στην πραγματικότητα θυμίζει ριμέικ των παλιών ταινιών Ρόκι αλλά με άλλο πρωταγωνιστή. Το γεγονός άλλωστε ότι στο τέλος του πρώτου «Creed» υποννοείται ότι ο Ρόκι ενδέχεται να πεθάνει ωστόσο κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν γίνεται ποτέ αλλά αντίθετα, ο εμβληματικός χαρακτήρας επιστρέφει και στο «Creed 2», είναι μια παραδοχή του ίδιου του franchise πως όσο καλοφτιαγμένο και αν είναι δεν είναι ακόμα έτοιμο για την πλήρη αυτονόμησή του.
Το να κάνεις τέτοιες προσπάθεις αγνοώντας αυτό που γεννάει την αναγκαιότητά τους, τη νοσταλγία δηλαδή, είναι μάλλον αδύνατο. Από την άλλη, το δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο εγχείρημα που κατάφερε το πρώτο Creed ήταν πως αποτελούσε μια κανονική ταινία, άξιο μέλος του σύμπαντος του Ρόκι, με δικά της χαρακτηριστικά και όχι ένα συνεχόμενο κλείσιμο του ματιού στο ένδοξο παρελθόν. Και, μάλλον παραδόξως, το ίδιο καταφέρνει και το «Creed 2» που καταφέρνει επάξια να σταθεί στο ύψος του πρώτου μέρους και τελικά, να αποδείξει πως η νέα εποχή αυτού του σύμπαντος μπορεί να έχει εξαιρετικό μέλλον.
Και λέμε «παραδόξως» διότι εδώ και αν υπάρχει νοσταλγία με το κουτάλι. Η επιστροφή του Ιβάν Ντράγκο στα τεκταινόμενα της ιστορίας, του πιο εμβληματικού αντίπαλου του Ρόκι δηλαδή, μοιάζει να σηματοδοτεί, εκ πρώτης όψεως, μια ανούσια επιστροφή στο παρελθόν: ο γιος του μεγάλου Σοβιετικού αντιπάλου αναμετριέται με τον προστατευόμενο του Ρόκι, άρα ένα νέο δίπολο δομείται ενώ εκείνοι που αποτελούν το παλιό είναι πλέον γέροι προπονητές έξω από το ρινγκ (αλλά πάντα αντίπαλοι). Είναι παράδοξο αλλά αυτή η ιστορία βέντετας δεν είναι βαρετή, έχει να δώσει πράγματα.
Ερμηνευτικά οι «παλιοσειρές» της υπόθεσης κλέβουν με χαρακτηριστική ευκολία την παράσταση. Ο Σταλόνε ζωντανεύει τον Ρόκι γνωρίζοντας πως είναι κάτι που θα κάνει για τελευταία φορά και αυτό αντικατοπτρίζεται πλήρως στο συγκινητικό παίξιμό του ενώ την ίδια στιγμή ο Ντολφ Λούντγκρεν αποτυπώνει με το βλέμμα του την ψυχοσύνθεση του Ντράγκο όπως θα την φανταζόμασταν περίπου 30 χρόνια μετά την ιστορική του μονομαχία με τον Ρόκι στο «Ρόκι 4»: ψυχρός, κυνικός, γεμάτος πίκρα και εκκενωμένος από την υπεροψία των νεανικών του χρόνων, ο 6οάρης πια Ιβάν Ντράγκο έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για εκδίκηση απέναντι στον Ρόκι στην επιτυχία του γιου του.
Ο τρόπος που «χτίζεται» η σχέση του πατέρα και του γιου Ντράγκο αλλά και η αποτελεσματικότητα μέσω της οποίας απορρέει η ψυχοσύνθεσή τους είναι ένα από μεγαλύτερα προτερήματα της ταινίας. Πολύ έξυπνα, το «Creed 2» εμβαθύνει με όρεξη στους χαρακτήρες των ανταγωνιστών και μας τους παρουσιάζει περίπλοκους και όχι μονοδιάστατα κακούς. Ειδικά όσον αφορά τον Ντράγκο τζούνιορ, μια συμπάθεια μας βγαίνει: όσο κτήνος και άψυχος και αν φαντάζει αυτός ο τύπος, είναι ένα τυπικό δείγμα γιου που χωρίς να το έχει διαλέξει κουβαλάει όλες τις εμμονές του πατέρα του, καλείται να εκδικηθεί την Ιστορία και πέφτει τόσο βάρος πάνω του ως προς αυτό λες και φταίει ο ίδιος που η Ιστορία δεν φέρθηκε καλά στον πατέρα του.
Οι δυο μεγάλοι αντίπαλοι, ο Creed και ο Ντράγκο, είναι παιδιά με κοινές πορείες και με μια μεγάλη κοινή ανάγκη: να αυτονομηθούν από την πατρική (και στην περίπτωση του Creed «πατρική») προστασία και να δράσουν ως αυτόνομα άτομα. Αν η ταινία τολμούσε να αποτυπώσει αυτή τη διαδικασία για τους δυο ήρωες θα αποτελούσε μια προσπάθεια πολύ πιο αναβαθμισμένη, θα έμοιαζε με αποφασιστική τομή στο franchise. Δεν το τολμά ωστόσο και έτσι, παραμένει ένα πολύ καλό μέλος του σύμπαντος του Ρόκι που όμως, ενώ έχει τα φόντα, δεν απογειώνεται.
Ακόμα και έτσι πάντως, το «Creed 2» παραμένει μια άξια συνέχεια του προκατόχου της και με δεδομένο πως πρέπει να θεωρείται σίγουρο και ένα τρίτο κεφάλαιο καθώς και το ότι δεν θα ξαναδούμε ποτέ τον χαρακτήρα του Ρόκι (το ξεκαθάρισε άλλωστε και ο ίδιος ο Σταλόνε) μένει να δούμε αν αυτή η περίφημη αυτονόμηση θα συντελεστεί αποτελεσματικά στο τρίτο μέρος. Το «Creed 2» από την μεριά του, αναμετρήθηκε με αυτή την πιθανότητα αλλά ένιωσε πως δεν είναι έτοιμο να την προσεγγίσει.