Με τον Νίκολας Κέιτζ να έχει αποδεχθεί πως είναι κακός ηθοποιός και να το διασκεδάζει και τον Πάνο Κοσμάτο να εμπνέεται από τον Ταραντίνο και τον Λιντς σχεδον ταυτόχρονα, το «Mandy» έχει αποκτήσει ήδη φανατικό κοινό πριν καν βγει στις αίθουσες.
Το «Mandy» του Πάνου Κοσμάτου είναι μια ταινία που πριν καν βγει στους κινηματογράφους έχει αποκτήσει ένα φανατικό κοινό. Μπορεί η επίσημη έξοδός της στα σινεμά της Ελλάδας να έχει προγραμματιστεί για τις 25 Οκτώβρη αλλά ήδη ο κόσμος που την έχει δει είναι μπόλικος.
Το «Mandy» άλλωστε προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας στα τέλη Σεπτέμβρη σε ένα Ιντεάλ στο οποίο δεν έπεφτε καρφίτσα, γεγονός που επικύρωνε την τεράστια φήμη της ταινίας αλλά και την δίψα του κοινού να δει τον Νίκολας Κέιτζ, έναν ηθοποιό που με τα χρόνια όχι απλά έχει αποδεχθεί την cult εικόνα του αλλά ταυτόχρονα το διασκεδάζει, να παίζει σε ένα low budget φιλμ που υμνεί σε μεγάλο βαθμό την cult παράδοση των 80s και αντλεί έμπνευση από αυτές ως προς την πλοκή του και τη μορφή του. Ταυτόχρονα, το «Mandy» κυκλοφορεί διαδικτυακά οπότε μπόλικοι το είδαν και στην οθόνη του υπολογιστή τους.
Η υπόθεση είναι απλή και λιττή, όπως πρέπει να είναι η υπόθεσης μιας ταινίας που θα ήθελε πολύ να έχει γυριστεί στα 80s, να θεωρηθεί κακή και να αποκτήσει φανατικό κοινό με τα χρόνια: Ο Ρεντ και η Μάντι ζουν ευτυχισμένοι σε ένα απομονωμένο σπίτι στo δάσος όταν μια μοχθηρή συμμορία απόκοσμων μηχανόβιων τους επιτίθεται με μανία. Μετά την επίθεση, ό,τι έχει απομείνει στον Ρεντ είναι η πιο άγρια δίψα για εκδίκηση και το φονικότερο όπλο όλων: η οργή αυτού που έχει μόλις χάσει τα πάντα.
Όπως μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό, από ένα σημείο της ταινίας και μετά η βία παίρνει το πάνω χέρι και εδραιώνει τους δικούς της κανόνες στην πλοκή. Ωστόσο, όσο η βία επισκιάζει τα πάντα, ένα κρίσιμο ερώτημα προκύπτει: τι είναι αυτό που κάνει μια ταινία καλτ; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι περίπλοκη, με δεδομένο πως δεν υπάρχει καν ένας συγκεκριμένος ορισμός για την ίδια την έννοια του καλτ: είναι δεδομένο πως αν ρωτήσουμε μερικές δεκάδες ανθρώπων, οι απαντήσεις που θα πάρουμε θα διακατέχονται από μία κάποια ποικιλία.
Το μόνο σίγουρο είναι ένα: καμία πραγματικά καλτ ταινία δεν διεκδίκησε να εδραιωθεί ως τέτοια στις συνειδήσεις του κινηματογραφικού κοινού. Αντίθετα, το κοινό «βάφτισε» ως καλτ διάφορες ταινίες στην ιστορία του σινεμά χωρίς την έγκρισή τους. Και βασική προϋπόθεση για την απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού είναι μια δημιουργία να έχει πρώτα παλιώσει.
Το πρόβλημα με την δεύτερη ταινία του Πάνου Κοσμάτου, του Ελληνοκαναδού σκηνοθέτης που είχε υπογράψει το (αυθεντικά καλτ) Sci Fi με το όνομα «Beyond the Black Rainbow» το 2010, είναι αυτό: προσπαθεί να γυρίσει κάτι καλτ με το ζόρι. Αυτό όμως απλά δεν είναι εφικτό.
Έχοντας ως βασικές του επιρροές τον κόσμο του Ντέιβιντ Λιντς (και βασικά το Twin Peaks) και την ωμή βιαιότητα του Κουέντιν Ταραντίνο, ο Κοσμάτος γυρίζει μια ταινία που στην πραγματικότητα είναι… δυο. Διότι η απόσταση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο μισό του «Mandy» σε επίπεδο ύφους και περιεχομένου είναι τόση μεγάλη όσο η διαφορά κινηματογραφικής φιλοσοφίας ανάμεσα στον Λιντς και τον Ταραντίνο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι από εκεί που βλέπουμε μια σοβαροφανή και αργόσυρτη ταινία, περνάμε ξαφνικά και άγαρμπα σε ένα άλλο στιλ, κάφρικης και αυτοσαρκαστικής βίας, που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από άλλο φιλμ.
Ο Κοσμάτος χρησιμοποιεί την διάθεση αυτοσαρκασμού του Νίκολας Κέιτζ, που με τη σειρά του φαίνεται να έχει αποδεχθεί το ότι είναι κακός ηθοποιός και να το διασκεδάζει, προκειμένου να καλύψει την έλλειψη εσωτερικής συνοχής στην ταινίας του. Όμως όσο και αν προσπαθήσει, μια κακή και αδύναμη σε βασικές πτυχές της ταινία να πλασαριστεί ως καλτ, στο τέλος της ημέρας θα παραμένει απλά κακή και το «Mandy» δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον γενικό και απαραβίαστο κανόνα.