Τα πράγματα με τον κορωνοϊό στη χώρα μας είναι πάρα πολύ σαφή εδώ και καιρό: το δεύτερο κύμα έχει αποδειχτεί πολύ πιο επιθετικό ακόμα και από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις των επιστημόνων, με αποτέλεσμα η μία χώρα μετά την άλλη να μπαίνει σε lockdown θέλοντας ν’ αποτρέψει την περαιτέρω διάδοση του ιού.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, μιας και διανύουμε μια παρατεταμένη περίοδο καθολικής καραντίνας- τη δεύτερη μετά από αυτή της περιόδου Μαρτίου-Μαΐου.
Μετά από περισσότερους από δύο μήνες «εγκλεισμού», τα νούμερα σε θανάτους, ημερήσια κρούσματα και διασωληνωμένους έχουν αρχίσει να πέφτουν, κάτι που κάνει πολλούς ν’ αναθαρρούν και να τονίζουν πως είμαστε πια έτοιμοι να βγούμε από το lockdown.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί ακόμα, λένε οι εμπειρογνώμονες. Γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί παρά τη μείωση στους αριθμούς σε πολλές περιοχές, παραμένουν στο «κόκκινο» και επιβάλλονται αυστηρότερα μέτρα;
Η απάντηση των λοιμωξιολόγων είναι ξεκάθαρη: τα… διαβόητα «ορφανά κρούσματα». Είναι εκείνα δηλαδή που δεν φαίνεται να ανήκουν σε συρροή κρουσμάτων που η πηγή μετάδοσης είναι γνωστή.
Όταν για παράδειγμα σε μία περιοχή υπάρχουν πολλά ορφανά κρούσματα είναι πιθανό να υπάρξει μεγαλύτερη διασπορά του ιού, καθώς το κάθε ένα περιστατικό ξεχωριστά μπορεί να έρθει σε επαφή με άλλους πολίτες.
Αντίθετα λιγότερη ανησυχία προκαλούν κρούσματα που εντοπίζονται από μία πηγή και, ως εκ τούτου, μπορούν να εντοπιστούν και να απομονωθούν πολύ πιο εύκολα.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως ακόμα κι αν μια περιοχή- ή σύσσωμη η χώρα μας- δείχνει μειωτικές τάσεις στον τομέα των κρουσμάτων, τα ορφανά είναι εκείνα που μπορούν να μας… κρατήσουν μέσα γι’ αρκετό καιρό ακόμα.
Ας ελπίσουμε πως σύντομα- και με τη βοήθεια των εμβολιασμών- αυτός ο εφιάλτης θα τελειώσει…