Τώρα, αλήθεια;
Τα πράγματα είναι, λίγο-πολύ, γνωστά: η χώρα μας εφαρμόζοντας πολύ γρήγορα αυστηρά μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, κατάφερε να περιορίσει την εξάπλωση του κορωνοϊού στο πρώτο κύμα και ήταν από αυτές που πήραν πολύ καλό… βαθμό.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα- και πολύ περισσότερο την τελευταία εβδομάδα- ο αριθμός των κρουσμάτων έχει ανέβει επικίνδυνα, με τα 25 να γίνονται 50, τα 50 να φτάνουν τα 78 και τα 78 να δίνουν το απόγευμα του Σαββάτου (1/8) τη θέση τους στα 110.
Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για μια σημαντικότατη αύξηση των καταγεγραμμένων κρουσμάτων, που δεν απέχει και πολύ από τον όρο «έκρηξη»- ιδίως αν αναλογιστούμε πως στο (όχι και πολύ μακρινό) παρελθόν προκαλούσε έκπληξη αν ξεπερνούσαμε τα 10.
Τι συνέβη, λοιπόν, και φτάσαμε σε τέτοιους επικίνδυνους αριθμούς;
Πολλοί στέκονται στο γεγονός πως άνοιξαν τα σύνορα και επετράπη η είσοδος στην Ελλάδα σε τουρίστες από χώρες που πλήττονται πολύ βαριά από τον κορωνοϊό, ενώ άλλοι στην υπερβολική χαλαρότητα των Ελλήνων που δεν τηρούν τα μέτρα υγιεινής και το social distancing.
Και οι δύο εξηγήσεις είναι σωστές, όμως ουδείς αναφέρει το πιο προφανές εξ όλων: το γεγονός, δηλαδή, πως το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τεστ που γίνονται για τον Covid-19.
Την περίοδο του πρώτου κύματος οι ειδήμονες έκαναν 500-1000 τεστ ημερησίως, με το νούμερο ν’ ανεβαίνει σταδιακά. Για να καταλάβει κανείς τη διαφορά, το τελευταίο διήμερο σύμφωνα με πληροφορίες έγιναν περίπου 10.000 τεστ και καταγράφηκαν 78 και 110 κρούσματα αντίστοιχα.
Κάπως έτσι, αποδεικνύεται αυτό που αποτελεί κοινό μυστικό από την πρώτη στιγμή: τα λίγα κρούσματα στις αρχές είχαν να κάνουν τόσο με την σωστή αντιμετώπιση της πανδημίας, όσο και με τα ελάχιστα τεστ που διενεργούντο.
Με το που αυξήθηκαν οι έλεγχοι, αυξήθηκε και ο αριθμός αυτών που (επισήμως, πια) φέρουν τον ιό…