Νυχτερινή ενούρηση (ΝΕ) ορίζεται η απώλεια ούρων κατά την διάρκεια του ύπνου των παιδιών τη νύχτα, χωρίς να μπορούν να την ελέγξουν. Συμβαίνει σε 2 από τα 10 παιδιά στην ηλικία των 5 ετών και σε 2 στους 100 ενήλικες. Αποτελεί αρνητικό παράγοντα στην κοινωνικοποίηση του παιδιού, στην ψυχοκοινωνική του εξέλιξη αλλά και στην απόκτηση αυτοπεποίθησης του.
Η κατάσταση θεωρείται σοβαρή όταν η ενούρηση εμφανίζεται 4 με 5 νύχτες την εβδομάδα. Από τα παιδιά αυτά, μόνο 1 στα 2 θα έχουν ξεπεράσει το πρόβλημα χωρίς θεραπεία πριν την ενηλικίωση. Πολλές μελέτες καταδεικνύουν ότι η ΝΕ μπορεί να οδηγήσει σε Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), σε εμφάνιση άτακτων περιοδικών κινήσεων των άκρων κατά την διάρκεια του ύπνου τους (PLMD, Periodic Limb Movement Disorder), αλλά και σε διαταραχές του ύπνου.
Ταξινομείται σε δυο κατηγορίες ανάλογα με την συμπτωματολογία. Η Μονοσυμπτωματική ΝΕ αφορά παιδιά που δεν έχουν σταματήσει να βρέχουν το κρεβάτι τους για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών. Η Πολυσυμπτωματική ΝΕ εμφανίζεται με συμπτώματα και κατά την διάρκεια της ημέρας όπως ακράτεια ούρων, συχνουρία και επείγουσα ανάγκη για ούρηση η οποία δεν αναστέλλεται. Οι αιτίες στις οποίες οφείλεται η ΝΕ είναι αρχικά η λειτουργική ανεπάρκεια μεταξύ νυχτερινής παραγωγής ούρων και ικανότητας της ουροδόχου κύστης να αποθηκεύσει την ποσότητα των ούρων που παράγονται, η μειωμένη χωρητικότητα της κύστης από μόνη της και η αυξημένη δραστηριότητα της στον κύκλο «γεμίζω-αδειάζω». Υπό φυσιολογικές συνθήκες η παραγωγή της Βαζοπρεσσίνης είναι υψηλότερη κατά την διάρκεια της νύχτας κάτι που οδηγεί σε 50% λιγότερη παραγωγή ούρων.
Η ΝΕ παραμένει αθεράπευτη σε μεγάλο ποσοστό παιδιών σχολικής ηλικίας λόγω του ότι το πρόβλημα αποδίδεται συχνά σε διαταραχές συμπεριφοράς του παιδιού. Η θεραπεία της μπορεί να είναι στοχευμένη αλλά και εξατομικευμένη στις ανάγκες του κάθε παιδιού. Ο γιατρός μετά την λήψη του ιστορικού, την αναγνώριση τυχόν συνηθειών του παιδιού που επιτείνουν το πρόβλημά του και με τη διάγνωση της ΝΕ δίνει τις οδηγίες αντιμετώπισης όπως οδηγίες για σωστή ενυδάτωση και σωστή εκπαίδευση της ουροδόχου κύστης, ενημέρωση για τη λειτουργία της ούρησης, οδηγίες στην χρήση συσκευών όπως το ξυπνητήρι καθώς και ενδεχόμενη φαρμακευτική αγωγή. Η ουροθεραπεία από μόνη της αποφέρει αποτέλεσμα στο 15% των περιστατικών. Φαρμακευτική θεραπεία (Δεσμοπρεσσίνη) δεν προτείνεται χωρίς να έχει διορθωθεί αρχικά η συμπεριφορά του παιδιού ως προς την ενυδάτωση και την σωστή ούρηση, παρόλα αυτά είναι επιτυχής σε ποσοστά 60-70%. Η θεραπεία της ΝΕ πετυχαίνει μόνον όταν στοχεύει στην αντιμετώπιση του αιτιολογικού της παράγοντα.