«Τη δύναμη θέλω να την παίρνω από εμένα. Γιατί να το μοιραστώ; Ελάτε βοηθήστε με; Γιατί θα πονέσει ο άλλος για μένα; Θα κάνει χημειοθεραπεία για μένα; Θα κάνει ακτινοθεραπεία για μένα; Δεν μοιράζονται αυτά. Τον πόνο σου θα τον περνάς μόνος σου. Δεν μπορείς να νοικιάσεις κάποιον να πονάει για σένα.
Όταν μου ανακοίνωσε ο γιατρός ότι έχω καρκίνο ήμουν με τη γυναίκα μου, αλλά λιποθύμησε. Εύκολο είναι; Ακούει καρκίνο και παφ… κάτω. Εγώ έπρεπε να συνειδητοποιήσω τι κάνω. Να σκεφτώ. Γιατί ό,τι ερεθίσματα δέχομαι προσπαθώ να τα δουλεύω. Σαφώς φεύγει η ζωή κάτω από τα πόδια σου, αλλά μετά αρχίζεις και λες τι κάνω θα παλέψω. Δε θα φοβηθείς ότι μπορεί να χάσεις τη ζωή σου; Μέχρι να συνειδητοποιήσεις αν παλεύεται.
Δούλευα με πολύ χαμηλό αιματοκρίτη. Δεν μπορούσα να ανέβω δύο σκαλοπάτια, αλλά δούλευα στο θέατρο και έλεγα όλο το έργο. Κι αυτό το χρωστάω στην Κάτια Δανδουλάκη, η οποία το ήξερε, αλλά δεν είπε ότι «δεν». Ανέβηκα να παίξω 1,5 μήνα μετά από δύο χειρουργεία. Οι συνάδελφοι μου δεν το ήξεραν. Δεν έδειχνα άρρωστος. Νιώθεις τον οίκτο γύρω και δεν μπορώ τα μάτια να με λυπούνται. Για αυτό δεν ήθελα και το γιο μου να έρχεται στο νοσοκομείο. Γιατί βλέπω έναν άνθρωπο να στεναχωριέται για μένα. Ερχόταν, αλλά δεν ήθελα να εγκατασταθεί εκεί γιατί έβλεπα ότι μέσα του πονάει», εξομολογείται ο Τάσος Κωστής.