Κανένα άγχος. Η πτήση, άλλωστε, ήταν σύντομη- σκάρτη μία ώρα- και τα πάντα έμοιαζαν να βαίνουν καλώς. Δεν υπήρχαν καν (έτσι, σαν εναέρια προειδοποίηση) αναταράξεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και οι επιβαίνοντες περίμεναν απλώς την προσγείωση.
Ο 42χρονος κυβερνήτης του αεροσκάφους, ο Κριστιάν Χέκετ, και ο 37χρονος συγκυβερνήτης Ζοέλ Σερουμπίν είχαν φέρει με ασφάλεια το Air-Bus A320-111 της Air- Inter από το αεροδρόμιο της Λυών μέχρι λίγα χιλιόμετρα μακριά από αυτό του Στρασβούργου.
Η προσγείωση είχε ήδη ξεκινήσει. Το ημερολόγιο έδειχνε 20 Ιανουαρίου του 1992 και παρά το γεγονός πως βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα, η μέρα που είχε προηγηθεί ήταν ηλιόλουστη. Το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει… Να κατεβαίνει… Να κατεβαίνει έως ότου…
Έως ότου άναψαν απότομα όλες οι λάθος ενδείξεις και μετά η κόλαση βρήκε τρόπο να τρυπώσει στην πραγματικότητα. Οι περισσότεροι από τους 96 επιβάτες απείχαν λίγες στιγμές από το μοιραίο ραντεβού τους με το θάνατο.
Εννιά εξ αυτών, όμως, αποφάσισαν να του βγάλουν επιδεικτικά την γλώσσα και να τον στήσουν.
Ανάμεσά τους βρισκόταν κι ένας Έλληνας.
Τον λένε Νικόλα Σκουριά κι αυτή είναι η, σχεδόν ανεξήγητη, ιστορία επιβίωσής του:
Ο κακός οιωνός και το «ύποπτο» Airbus
26, μόλις, ετών. Κι όμως, ο Νικόλας Σκουριάς ήταν ήδη ερευνητής και βοηθός καθηγητού στη Σχολή Εφαρμοσμένης Οικονομίας του Πανεπιστημίου Aix-Marseille III, προετοιμάζοντας παράλληλα τη διδακτορική του διατριβή.
Στις 20 Γενάρη του 1992 ο Έλληνας διδακτορικός φοιτητής έφτασε αργοπορημένα στο αεροδρόμιο της Μασσαλίας. Θα πήγαινε στο Στρασβούργο με μία ενδιάμεση στάση στη Λυών, προκειμένου ν’ αλλάξουν- πράγμα αρκετά περίεργο- αεροπλάνο οι επιβάτες και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό.
Το αεροσκάφος που θα εκτελούσε την πτήση Λυών- Στρασβούργο ήταν ένα Airbus τελευταίας τεχνολογίας, το οποίο χάρη στη χρήση των ηλεκτρονικών βοηθημάτων καταργούσε την παρουσία του μηχανικού (ο οποίος εκτελούσε ελεγκτικά καθήκοντα και, κατ’ ουσίαν, βοηθούσε τους δύο κυβερνήτες) από το θάλαμο διακυβερνήσεως, καθώς ήταν πια… περιττός.
Το γεγονός πως ο Σκουριάς έφτασε αργοπορημένα στο πρώτο αεροδρόμιο θα εκλαμβανόταν αργότερα ως κακός οιωνός από τους περισσότερους, ενώ το αδιαμφισβήτητα ανησυχητικό ήταν πως το συγκεκριμένο μοντέλο Airbus πριν από μια τετραετία (το καλοκαίρι του 1988) είχε καταπέσει κατά τη διάρκεια επίδειξης που είχε διοργανώσει η Air France στις 26 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς.
Βέβαια, οι όποιες ανησυχίες είχαν σταλεί με περίσσιο στυλ στο προληπτικό πυρ το εξώτερον, μιας και τα πάντα έδειχναν να βαίνουν άριστα.
Έδειχναν, όμως.
Γιατί στην πραγματικότητα (θα) πήγαιναν κατά διαόλου…
Ώρα μηδέν: Συντριβή
«Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα πρώτο ισχυρό τράνταγμα, ακολούθησαν μια σειρά τρανταγμάτων, εκκωφαντικών ήχων, σπινθήρων. Αυτό για κάποια δευτερόλεπτα. Μετά, νεκρική σιγή. Καθόμουν στην τελευταία σειρά, στη θέση 32Β. Το αεροπλάνο είχε προσκρούσει σε βουνό…»
Το αεροπλάνο είχε φύγει από τη Λυών στις 18.30 και στις 19.20, με τον αερολιμένα του Στρασβούργου ν’ απέχει λιγότερο από 20 μίλια, η ένδειξη «προσδεθείτε» άναψε. Η ώρα της προσγείωσης είχε φτάσει.
Μόνο που το αποκρουστικό «μενού» αντί για προσγείωση περιελάμβανε πρόσκρουση: το «σώμα» του Airbus χτύπησε στο βουνό Bosges, κοντά στον λόφο Saint-Odile, σε ύψος περίπου 800 μέτρων.
«Ήταν μια απλή και ήρεμη πτήση. Τελείως ξαφνικά, έγινε η μοιραία σύγκρουση. Κανένας από τους επιβάτες δεν είχε αντιληφθεί το τι επρόκειτο να συμβεί την επόμενη στιγμή. Ξαφνικά, μια τρομακτική σύγκρουση. Το αεροπλάνο προσέκρουσε στο βουνό, με μία ταχύτητα 350-360 χιλιόμετρα την ώρα. Ήμουν δεμένος στο κάθισμα, διάβαζα εφημερίδα. Το σώμα μου άρχισε να ταλαντώνεται. Το πρώτο ισχυρό τράνταγμα, ακολούθησαν και άλλα, εκκωφαντικοί θόρυβοι και φωτιά.
Αντιλήφθηκα ότι κάτι σοβαρό έχει γίνει. Μάλλον δυστύχημα. Μετά, πολύ γρήγορα, συνήλθα. Άμεσα, άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω. Έλυσα τη ζώνη μου. Ασυναίσθητα έψαξα για μια μικρή βαλίτσα που είχα τοποθετήσει πάνω από το κάθισμα, όμως τίποτε δεν υπήρχε. Το αεροπλάνο είχε διαλυθεί. Δεν υπήρχε τίποτε από πάνω μου. Δεν είχα καταλάβει ότι είχε διαλυθεί το αεροπλάνο. Σηκώθηκα, είδα ότι η ουρά είχε διαλυθεί, είχε μείνει μόνο ένα κομμάτι του δαπέδου, πίσω στην αριστερή μεριά. Δεν υπήρχε άτρακτος, είχε διαλυθεί. Κάτω από το δάπεδο υπήρχαν συντρίμμια. Έξω είχε χιόνι, συντρίμμια, έλατα που καίγονταν, η θερμοκρασία στους -10 βαθμούς και το κρύο τσουχτερό. Κατά την πρόσκρουση δεν άκουσα κάποια φωνή. Παντού υπήρχαν σπινθήρες, εστίες φωτιάς και έλατα που καίγονταν», θα πει για την εφιαλτική στιγμή ο Έλληνας επιβάτης, ο οποίος καθόταν στην τελευταία σειρά του σκάφους και αυτό μάλλον έπαιξε ρόλο στο να είναι ένας από τους επιζώντες.
Τους εννιά, μόλις, επιζώντες σε σύνολο 96 ανθρώπων. Δυστυχώς, οι υπόλοιποι 87 είχαν χάσει ήδη την ζωή τους.
Και κανείς δεν εγγυάτο πως οι συγκεκριμένοι 9 θα τα κατάφερναν, εν τέλει.
Στα συντρίμμια
Ο Σκουριάς, με το ένστικτο επιβίωσης να έχει αναλάβει αυτοβούλως τα ηνία, φροντίζει ν’ απομακρυνθεί άμεσα από το Airbus, καθώς αντιλαμβάνεται πως ο κίνδυνος ν’ αρπάξει φωτιά (κάτι που ήδη είχε αρχίσει να συμβαίνει) και να υπάρξει έκρηξη ήταν κάτι παραπάνω από ορατός.
Λίγο μετά, τρεκλίζοντας ανάμεσα στα διαλυμένα μεταλλικά κομμάτια, συναντά έναν μεσήλικα κι ένα εννιάχρονο παιδί, τον Ρομέν. Μια αεροσυνοδός είχε εκσφενδονιστεί στα χιόνια- ήταν τραυματισμένη, αλλά ζούσε. Το ίδιο και μια γυναίκα με το μωρό της που είχαν παγιδευτεί- κολλημένες στις καρέκλες τους- στα συντρίμμια. Έπειτα, βρέθηκαν ακόμα δύο τραυματίες, οι οποίοι, ωστόσο, ανέπνεαν κανονικά.
«Θυμάμαι τη νεκρική σιγή και το απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσαν γύρω μου. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω αν είμαι ζωντανός ή αν πέθανα. Ήταν τα πιο περίεργα και τρομακτικά δευτερόλεπτα της ζωής μου. Εκείνη την ώρα με κυρίευσε ο πανικός. Δεν ήξερα από πού να φύγω, ενώ μπορούσα να δω και να μυριστώ τη φωτιά που έπιασε το μπροστινό, αλλά και το πίσω μέρος του αεροσκάφους.
Χωρίς να το καταλάβω πετάχτηκα στο χιόνι και στα συντρίμμια. Πονούσα πολύ, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Δεν ήξερα αν ήμουν καλά, αν είχα τραυματιστεί σοβαρά. Το μόνο που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω, ήταν να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν πιο πολύ από το αεροπλάνο», τόνισε εκ των υστέρων ο ίδιος.
Το χιόνι, οι δυνατοί άνεμοι και η ομίχλη συνέθεταν μια σκοτεινή αγκαλιά θανάτου που, τέσσερις ώρες μετά το δυστύχημα και με κανέναν να μην έχει φανεί ακόμα, έσφιγγε ολοένα και περισσότερο τον άυλο κλοιό γύρω από τους 9 «ανέλπιστους» επιζώντες.
Πάνω που τα πράγματα είχαν αρχίζει να παίρνουν έναν ολοένα και πιο ερεβώδη τόνο, ακούστηκε ο πιο γλυκός ήχος σε ολόκληρη την πλάση: μια φωνή.
Μια φωνή ενός άλλου ανθρώπου.
Μυστήριο δίχως σαφή απάντηση
Σώθηκαν. Μέσα στην ανείπωτη θλίψη με τα 87 θύματα, οι 9 κατάφεραν, τελικά, να γλυτώσουν. Τα τηλεοπτικά συνεργεία ήταν αυτά που έφτασαν πρώτα στον τόπο του δυστυχήματος, με τους κατοίκους του παρακείμενου χωριού να βοηθούν τις Αρχές στο να «περισυλλεχτούν» οι, ευρισκόμενοι σε σοκ, επιζήσαντες.
Όταν η παράκρουση έδωσε σιγά- σιγά τη θέση της στην τραυματισμένη κανονικότητα, άπαντες θέλησαν να μάθουν τι συνέβη και για ποιο λόγο η πτήση μετατράπηκε σε εναέριο τάφο τόσων αθώων ανθρώπων: μήπως έφταιγαν οι κυβερνήτες που έκαναν, όπως ακουγόταν έντονα, κακή χρήση του αυτόματου πιλότου; Μήπως το λάθος ήταν η κάκιστη κατάσταση του Airbus; Μήπως υπήρξε κάποια βλάβη την οποία δεν αντελήφθη κανείς εγκαίρως;
Μετά από 14ετή έρευνα των γαλλικών αρχών και της BEA που ασχολείται επισταμένως με τα αεροπορικά ατυχήματα, το πόρισμα ήταν πως δεν έφταιγε κάτι συγκεκριμένο, αλλά υπήρχαν περισσότεροι από ένας παράγοντες που έπαιξαν το ρόλο τους για να φτάσουμε στην άφατη τραγωδία.
Όσο για τον Νικόλα; Αφού οι γονείς του έχασαν αιώνες από την ζωή τους όταν, αρχικά, η αεροπορική εταιρία επικοινώνησε μαζί τους ανακοινώνοντάς τους πως ο γιος τους σκοτώθηκε, πέταξε για την Ελλάδα («Αν δεν το κάνεις στην αρχή, υπάρχει κίνδυνος να μην ξαναμπείς ποτέ σε αεροπλάνο και επαγγελματικά να μην κάνεις πράγματα που είναι απαραίτητα»)προκειμένου να δει τους δικούς του.
Σήμερα, οι εννέα διασωθέντες πηγαίνουν κάθε 20η Γενάρη στο σημείο που προσέκρουσε το αεροπλάνο και αποτίνουν φόρο τιμής στις 87 αδικοχαμένες ψυχές. Ο Σκουριάς- πατέρας δύο παιδιών, πλέον- τονίζει πως με δεδομένο το ότι έχει υπάρξει ήδη θύμα αεροπορικού ατυχήματος, οι πιθανότητες να του ξανασυμβεί κάτι είναι μηδαμινές.
Κλαπ- κλαπ- κλαπ.
Σε περίπτωση που αναρωτιέστε τι είναι αυτός ο ήχος, σας πληροφορούμε ότι εμείς είμαστε- τον χειροκροτούμε για το πρωτοφανές του θάρρος μετά τα όσα πέρασε. Αυτό, όμως, δεν είναι το φινάλε.
Έπεται και μία, έμπλεη δέους, υπόκλιση.