Η μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα που ξεκίνησε από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας συνεχίζεται απρόσκοπτα.
Στη μείωση αυτή συμβάλει σημαντικά το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων που είναι όλο και περισσότερο αρνητικό. Τίθεται έτσι ένα ερώτημα: οι θάνατοι που είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θα συνεχίσουν να υπερτερούν και στο μέλλον, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να παραμένει αρνητικό; Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δίνει πρόσφατη μελέτη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Βύρωνα Κοτζαμάνη, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
“Ταυτόχρονα”, προσθέτει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής “όλοι ξέρουμε ότι η θνησιμότητα αυξάνεται σημαντικά μετά τα 65 έτη, ταχύτατα δε μετά τα 85 έτη. Έτσι, παρόλο που οι πιθανότητες ζωής μας αυξήθηκαν την τελευταία 65ετία, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των θανάτων που υπερδιπλασιάσθηκαν ανάμεσα στην πρώτη μεταπολεμική πενταετία και στην τελευταία αντίστοιχη (2013-2017). Ο αριθμός των θανάτων αναμένεται όμως να αυξηθεί και τις δυο επόμενες δεκαετίες καθώς τα κέρδη στη μέση προσδοκώμενη ζωή θα επιβραδυνθούν και ταυτόχρονα τόσο το πλήθος όσο και το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι και το 2035 (αύξηση από 300 έως 500 χιλ και από το 21% στο 27-28% του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα)”.
Ο κ. Κοτζαμάνης εκτιμά ότι αυτό είναι αδύνατον και εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τους λόγους. Καταρχάς, λέει, ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας τις δυο επόμενες δεκαετίες (των γυναικών δηλαδή αυτών που θα είναι σε ηλικία να τεκνοποιήσουν) αναμένεται να μειωθεί (κατά 300 χιλ. ανάμεσα στο 2018 και το 2035), ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες ότι θα αυξηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες αυτές. Αλλά ακόμη και αυτό αν γίνει, εάν δηλαδή οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 2000 αυξήσουν λίγο την γονιμότητά τους, φέρνοντας στον κόσμο κατά μέσο όρο από 1,5 παιδιά έως 1,7-1,8 παιδιά, ο μέσος ετήσιος αριθμός των γεννήσεων την περίοδο 2018-2035 δύσκολα θα ξεπεράσει τις 95.000.
Με δεδομένο, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι οι θάνατοι την ίδια περίοδο θα ανέλθουν στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων στις 135.000 και στη δυσμενέστερη στις 140.000/έτος, ακόμη και αν υιοθετήσουμε το πλέον ευνοϊκό για τις γεννήσεις σενάριο τα φυσικά μας ισοζύγια μέχρι το 2035 δεν πρόκειται να αλλάξουν πρόσημο: θα παραμείνουν αρνητικά κατά 40.000-45.000 ανά έτος.