Τα ζευγάρια έχουν την δυνατότητα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου να αποφασίσουν εάν θα χωρίσουν ή όχι φορολογικά.
Μέχρι στιγμής το βασικό πρόβλημα είναι ότι εφόσον κάποιος από τους δύο συζύγους έχει ζητήματα με την εφορία, π.χ. χρέη τα κουβαλάει ως οικογενειακά βάρη και ο άλλο σύζυγος και δεν μπορεί να λάβει φορολογική ενημερότητα. Επίσης αν κάποιος έχει λαμβάνειν ως επιστροφή συμψηφίζεται με πιθανή οφειλή του άλλου συζύγου.
Το θέμα έρχεται να επιλύσει διάταξη η οποία ενσωματώθηκε στο πολυνομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε χθες στη Βουλή. Με μια απλή δήλωση ενός εκ των δύο συζύγων στην εφορία έως τις 28 Φεβρουαρίου του 2019, τα ζευγάρια αποκτούν τη δυνατότητα να υποβάλλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις χάνοντας όμως άλλα πλεονεκτήματα της κοινής δήλωσης, όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα να καλύψει ο ένας τα τεκμήρια του άλλου.
Οι νέες διατάξεις έρχονται μετά από πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας που έκρινε ότι τα ζευγάρια έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν ξεχωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος και να εκδοθεί ξεχωριστό εκκαθαριστικό για τον καθένα. Σήμερα ο νόμος επιτρέπει την υποβολή χωριστών δηλώσεων στους συζύγους μόνο σε τρεις περιπτώσεις:
1. Αν έχει επέλθει διακοπή της έγγαμης συμβίωση ή λύση του συμβολαίου συμβίωσης.
2. Ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης.
3. Ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Αν οι σύζυγοι αποφασίσουν να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις κατά το έτος υποβολής τους το εισόδημα των ανήλικων τέκνων, προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Σε περίπτωση που ένας των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα αυτού. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης.
Σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων το ποσό της δαπάνης που μπορεί να εκπέσει για τον προσδιορισμό του προς ανάλωση κεφαλαίου, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 3.000 ευρώ για κάθε σύζυγο ενώ με το καθεστώς της κοινής δήλωσης δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 5.000 ευρώ προκειμένου για συζύγους.
Το βασικότερο πλεονέκτημα των χωριστών φορολογικών δηλώσεων είναι το ξεχωριστό εκκαθαριστικό που εκδίδεται για τον καθένα. Ο κάθε σύζυγος πληρώνει το φόρο που του αναλογεί και εισπράττει την επιστροφή φόρου που δικαιούται χωρίς να γίνεται συμψηφισμός της επιστροφής με τυχόν οφειλή του άλλου συζύγου. Και σήμερα μπορεί να γίνει διαχωρισμός της οφειλής μετά όμως από αίτηση στην Εφορία.