Για ομαδικό βιασμό κατηγορεί νέους του χωριού της μια 17χρονη Μαροκινή.
«Η κόρη μου επιβεβαίωσε όλες τις κατηγορίες, πλήρως και λεπτομερώς. Είναι θαρραλέα, παρά την εύθραυστη ψυχολογική κατάστασή της», είπε ο Μοχάμεντ, ο πατέρας της έφηβης Χαντίτζα, μετά την κατάθεσή της στον ανακριτή, στο Εφετείο της πόλης Μπένι Μελάλ του κεντρικού Μαρόκου.
Δώδεκα ύποπτοι, ηλικίας από 18 έως 28 ετών, τους οποίους υπέδειξε η νεαρή κοπέλα, έχουν προφυλακιστεί από τα τέλη Αυγούστου. Αντιμετωπίζουν διάφορες, κατηγορίες, από «δουλεμπόριο ανηλίκου», «βιασμό», «βασανιστήρια και χρήση όπλου με πρόκληση τραυμάτων και ψυχικής οδύνης», «σύσταση συμμορίας, απαγωγή και περιορισμό» και «παράλειψη παροχής βοήθειας σε άνθρωπο που κινδυνεύει», σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνέλεξε το Γαλλικό Πρακτορείο από δικαστική πηγή.
Ο νεότερος κατέθεσε σήμερα στο Μπένι Μελάλ. Η υπόθεσή του έχει διαχωριστεί επειδή είναι ανήλικος.
Ζούσε τον εφιάλτη για δύο μήνες
Σε ένα βίντεο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο τον Αύγουστο, η Χαντίτζα, κόρη μιας φτωχής οικογένειας, αφηγήθηκε ότι νέοι του χωριού της την απήγαγαν, την κράτησαν υπό περιορισμό, την βίαζαν και την βασάνιζαν επί δύο μήνες.
Η 17χρονη έδειξε στην κάμερα τα χυδαία τατουάζ που της έκαναν, τα εγκαύματα από τις καύτρες των τσιγάρων στο σώμα της, προκαλώντας σοκ και κύμα αγανάκτησης στο Μαρόκο.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δημιουργήθηκε στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης μια ομάδα διαμαρτυρίας και πίεσης κατά της βίας σε βάρος γυναικών, με το χάσταγκ #masaktach («δεν σιωπώ»).
Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στην έρευνα πολλοί από τους φερόμενους ως δράστες στις καταθέσεις τους ομολόγησαν τις πράξεις τους: τον ομαδικό βιασμό, τα τατουάζ, τις απειλές που εξαπέλυαν για να εμποδίσουν την Χαντίτζα να φύγει. Όμως αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να σταματήσουν οι συκοφαντίες σε βάρος της.
Η Χαντίτζα «δεν έχει ακόμη συνέλθει από αυτό που συνέβη», είπε χαρακτηριστικά ο πατέρας της. Η ζωή στο σπίτι τους, στο Ουλάντ Αγιάντ, είναι πλέον «δύσκολη» και η οικογένεια «δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ έξω» αφότου η 17χρονη κατήγγειλε τους δράστες.
«Δεχόμαστε απειλές και προσβολές από το τηλέφωνο, αλλά δεν της λέω τίποτα. Της πήρα το κινητό τηλέφωνο για να την κρατήσω μακριά από όλα αυτά που μπορεί να της θυμίσουν όσα υπέστη», κατέληξε ο πατέρας.