Toυ Δημοσθένη Χριστόπουλου
Ένας ρεπόρτερ που απολύθηκε από τη δουλειά του γιατί ερευνούσε τις ύποπτες δραστηριότητες ενός μεγαλοεπιχειρηματία μπαίνει κρυφά στις εγκαταστάσεις που ο τελευταίος κάνει τα επικίνδυνα πειράματά του. Μόνο που αυτά έχουν σχέση με μια εξωγήινη ζωή, η οποία θέλει να χρησιμοποιήσει τους ανθρώπους ως ξενιστής.
Αυτή είναι η σύνοψη του «Venom», της ταινίας που αποτελεί αδιαφιλονίκητα την κυκλοφορία της εβδομάδας στο σινεμά και που για πάρτη της αναμένεται να προκληθεί κοσμοσυρροή στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας. Πρόκειται άλλωστε για ένα είδος κινηματογράφου που τα τελευταία χρόνια αποκτά όλο και μεγαλύτερο και κυρίως φανατικό κοινό: εκείνο του superhero σινεμά.
Για να ακριβολογούμε ωστόσο, το «Venom» δεν είναι μια ταινία για κάποιον σούπερ ήρωα αλλά για τον αντίπαλο ενός σούπερ ήρωα. Πιο συγκεκριμένα, για τον μεγαλύτερο αντίπαλο του Spiderman, δηλαδή ενός από τα πιο πρωτοκλασσάτα ονόματα της Marvel. Και μια ταινία που καταπιάνεται με την ιστορία ενός «κακού», αξιωματικά προκαλεί προσδοκίες πως θα πρόκειται για κάτι αντισυμβατικό και πρωτότυπο: σπανίως βλέπουμε άλλωστε μια ιστορία από την σκοπιά ενός κακού.
Οι εποχές των τολμηρών δημιουργιών ωστόσο στο συγκεκριμένο είδος σινεμά φαίνεται πως έχουν περάσει οριστικά. Τελείωσαν τότε που οι πραγματικά πρωτότυπες και παράτολμες δημιουργίες έκαναν (ακόμα πιο) εμπορικό το είδος και οι μεταγενέστερες ταινίες έπρεπε απλά να το συντηρήσουν σε αυτά τα επίπεδα. Και προκειμένου να το πετύχουν γεμίσαμε με τη μια κλισέ ταινία πίσω από την άλλη, με ακίνδυνες και κοινότυπες παραγωγές που υπήρχαν απλά για να ικανοποιούν τα απλοϊκά γούστα όσων συχνάζουν στα multiplex σινεμά.
Αν και το «Venom» έχει όλα τα φόντα, μέσω του πρωτογενούς υλικού του, να αποτελέσει μια τρανταχτή εξαίρεση μιας πραγματικότητας που προβληματίζει και ξενερώνει όλους εμάς που διαμορφώσαμε το κινηματογραφικό μας γούστο αγαπώντας τις πιο ένδοξες στιγμές του superhero σινεμά, δεν το κάνει. Διότι δεν φτάνουν απλά τα φόντα, αυτό που χρειάζεται πρωτίστως είναι η τόλμη. Και η μεγάλη κατάρα του «Venom» είναι πως όσο τολμηρό και αν είναι σαν εγχείρημα άλλη τόση ατολμία το διακατέχει.
Καταρχήν, αυτό που βλέπουμε επί της οθόνης δεν είναι η ιστορία ενός «κακού», όπως μας υπόσχεται ο τίτλος της αλλά η εξευγενισμένη εκδοχή της. Άρα έχουμε να κάνουμε με μια διαστρέβλωση του περιεχομένου του «Venom» έτσι όπως θα έπρεπε να είναι με βάση τα κόμιξ: σκοτεινός, περίπλοκος και «διχασμένος» ανάμεσα σε μια αντι-ηρωική ψυχοσύνθεση και τον χαρακτήρα ενός διαβολικού κακού. Ε, η κινηματογραφική εκδοχή του «Venom» αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι να διανύσει τόσο απαιτητικά χωράφια.
Η ταινία αυτή είναι μια ανάλαφρη, συμβατική περιπετειούλα στην οποία ο βασικός χαρακτήρας διακατέχεται από όλες τις κοινοτυπίες των ανάλαφρων, συμβατικών περιπετειών. «Βασική» πλοκή σεναρίου, προσχηματικοί χαρακτήρες που δεν πείθουν κανέναν για τη συνοχή τους, αστειάκια για να σπάει ο πάγος και αποτύπωση μιας πραγματικότητας που όχι απλά αγνοεί την «γκρίζα» διάσταση των πραγμάτων (αντί να την οικειοποιηθεί όπως θα έπρεπε) αλλά αποθεώνει την οπτική του «άσπρο ή μαύρο», το «Venom» είναι από τις ταινίες που τις βλέπεις και τις ξεχνάς λίγα λεπτά μετά την έξοδο από την αίθουσα. Και είναι κρίμα γιατί τέτοιο αρχικό υλικό πρέπει να αξιοποιείται αναλόγως και όχι να μετατρέπεται σε κάτι άχρωμο, άοσμο και άγευστο. Είναι πολύ μεγάλη η χαμένη ευκαιρία.