Τι αναφέρει στη μήνυσή του.
Ο αδελφός της 26χρονης Ελισάβετ Χαρδαλούπα, του 99ου θύματος από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, υπέβαλε μήνυση, περιγράφοντας τις στιγμές απόγνωσης που έζησε ο ίδιος την ώρα της φωτιάς και την αγωνία του να σώσει τη μητέρα του και την αδελφή του.
Ο Ιωάννης Χαρδαλούπας μιλά για τις στιγμές του απόλυτου χάους που έζησε, με τους αστυνομικούς να έχουν άγνοια για το τι συνέβαινε στην περιοχή αλλά και την απόγνωση όταν προσπαθούσε να μεταφέρει σε νοσοκομείο τη μητέρα του και την αδελφή του οι οποίες είχαν υποστεί σοβαρά εγκαύματα. Στη μήνυσή στρέφεται κατά των: Ιωάννη Καπάκη (πρώην Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας του Υπουργείου Εσωτερικών), Ρένας Δούρου (Περιφερειάρχη Αττικής), Ηλία Ψινάκη (Δημάρχου Μαραθώνος Αττικής), των υπευθύνων των Γραφείων Πολιτικής Προστασίας Περιφέρειας Αττικής και του Δήμου Μαραθώνος Αττικής, των αρμοδίων και υπευθύνων Αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος της Ελλάδος για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής, των αρμοδίων και υπευθύνων Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής και κατά παντός, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, συνυπευθύνου και συνυπαιτίου για τα τραγικά συμβάντα από την πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου στην Ανατολική Αττική.
Υπενθυμίζεται ότι η όμορφη Ελισάβετ Χαρδαλούπα έδωσε σκληρή μάχη επί ενάμιση μήνα για να κρατηθεί στη ζωή. Νοσηλευόταν με σοβαρά εγκαύματα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Ευαγγελισμού και υπέκυψε σ’ αυτά στις 11 Σεπτεμβρίου 2018.
Αποσπάσματα από τη μήνυση
«Αφού έφτασα με το αυτοκίνητό μου, στο σπίτι μας είδα πολλούς καπνούς και την αδελφή μου να ρίχνει νερό με το λάστιχο σε διάφορα μέρη του σπιτιού μας και της αυλής μας, και έσπευσα να τη βοηθήσω και εγώ. Στη συνέχεια καταλάβαμε, ότι οι καπνοί γινόντουσαν μεγαλύτεροι και όλα έδειχναν ότι η φωτιά ήταν στο δάσος και πλησίον στον Ν. Βουτζά και ότι προφανώς υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τα σπίτια μας και για όλους μας.
Δυστυχώς, δεν είδαμε πουθενά πυροσβεστικά οχήματα και ούτε εναέρια πυροσβεστικά μέσα. Την απουσία αυτή την είδαμε αρχικά αισιόδοξα, ήτοι, ότι αφού δεν υπήρχαν πυροσβεστικά μέσα δεν θα είναι σοβαρή και επικίνδυνη φωτιά, αλλά στη συνέχεια, αντιληφθήκαμε, ότι τα πράγματα έπαιρναν επικίνδυνες διαστάσεις και η παντελής απουσία πυροσβεστικών μέσων πλέον μας ανησύχησε ιδιαίτερα.
Μετά τις 17.30 ώρα πέρασε τυχαία ένα περιπολικό όχημα της Αστυνομίας με δύο αστυνομικούς μέσα σ΄ αυτό. Τους ρωτήσαμε τι συμβαίνει και μας δήλωσαν, τελείως αορίστως, πλήρη άγνοια, αλλά στη συνέχεια μας είπαν «για καλό και κακό φύγετε», αλλά αυτό μας το είπαν τελείως ανεύθυνα και αόριστα, χωρίς να μας πουν, πού να πάμε και τι να κάνουμε για να σωθούμε.
Είχαμε, ως οικογένεια, δύο αυτοκίνητα. Εγώ μπήκα στο δικό μου και στο άλλο της αδερφής μου, η αδελφή μου ως οδηγός και η μητέρα μου ως συνοδηγός. Μπροστά η αδελφή μου και εγώ από πίσω με κατεύθυνση τη β’ έξοδο Νέου Βουτζά για τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Είδαμε μπροστά μας πύρινη κόλαση και είχε πολύ κίνηση από αυτοκίνητα, και αντιληφθήκαμε, ότι θα κατευθυνόμασταν στον θάνατο. Προχωρήσαμε και απομακρυνθήκαμε μόνο 20-30 μέτρα απ το σπίτι, λόγω της μεγάλης κίνησης και των καπνών. Αμέσως, κατόπιν αυτού, έκανα αναστροφή και το ίδιο έκανε με το αυτοκίνητό της και η αδελφή μου.
Προχώρησα γύρω στα 400 μέτρα μέσα από φλόγες και αργότερα, όταν είχα καλύτερο οπτικό πεδίο διαπίστωσα, ότι η αδελφή μου δεν με είχε ακολουθήσει. Αμέσως επέστρεψα πίσω για να τις βρω και τις δύο (μητέρα και αδελφή) και να τις πάρω. Όταν γύρισα ήταν πλέον και οι δύο εκτός αυτοκινήτου, περίπου έξω από το σπίτι μας. Το αυτοκίνητο είχε τελείως καεί, ενώ και αυτές είχαν φανερά και πολύ σοβαρά εγκαύματα.
Πονούσαν πολύ και τις επιβίβασα στο αυτοκίνητό μου και ειδικότερα η μητέρα μου μπροστά και η αδελφή μου πίσω, και φύγαμε με κατεύθυνση το Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης.
Οι εκεί αστυνομικοί μου είπαν να πάω στο Μάτι, παρά το γεγονός ότι τους έδειξα τις καμένες μητέρα και αδελφή μου. Πάλι, όμως, κομφούζιο επικρατούσε και ήμουν σίγουρος ότι στο σημείο εκείνο θα καιγόμασταν. Αποφάσισα να πάω στην Αθήνα και το έκανα τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα και πήγαινα και στο αντίθετο ρεύμα, για να σωθούν η μητέρα μου και η αδελφή μου, διότι έβλεπα ότι κινδυνεύουν από τα πολλά εγκαύματα που έφεραν στα σώματά τους.
Ύστερα από πολύ κόπο φτάσαμε στο Ιατρικό Αθηνών και αμέσως τις παίρνουν και τις δύο μέσα για άμεση νοσηλεία. Μας είπαν, όμως, στη συνέχεια, ότι δεν είχαν τμήμα εγκαυμάτων. Πέρασαν, δυστυχώς, δύο πολύτιμες ώρες διαβουλεύσεων και συσκέψεων, για το που θα έπρεπε να μεταφερθούν οι δύο σοβαρά τραυματίες. Μου είπαν για το Νοσοκομείο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ» και αυτό έκανα. Έτσι, διακομίστηκαν και οι δύο στον «Ευαγγελισμό», αλλά στη συνέχεια η μητέρα μου κατέληξε 4/8/18 και η αδελφή μου 11/9/18.
Εντωμεταξύ, πρέπει να σημειώσω, ότι μετά τον θάνατο της μητέρας μου, προσπάθησα να μεταφέρω την αδελφή μου στην Αμερική, για να εισαχθεί σε κάποιο ειδικότερο Νοσοκομείο. Λόγω, όμως, μεγάλης γραφειοκρατίας και ευθυνοφοβίας στη χώρα μας, δεν κατάφερα να εκδώσω νέα ταυτότητα και ούτε και διαβατήριο, διότι ήθελαν την ίδια, κάτι όμως που αδύνατο. Σημειώνουμε ότι όλοι οι Αστυνομικοί, για τη μεταφορά της αδελφής μου στις ΗΠΑ μου φέρθηκαν πολύ καλά, ενώ αντιθέτως συνάντησα πολλά προβλήματα για την αποστολή των φωτογραφιών με τα τραύματα της αδελφής μου σε Νοσοκομείο των ΗΠΑ.
Είχαν καεί όλα τα έγγραφα της με τα στοιχεία της (ταυτότητα, διαβατήριο, κ.λπ.) και δεν μπορούσα να εκδώσω νέα ταυτότητα. Μου ζητούσαν πληρεξούσιο (!), αλλά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει, διότι ήταν σε καταστολή. Δεν πρόλαβα, δυστυχώς, να ολοκληρώσω τη διαδικασία δικαστικής συμπαράστασης, διότι την 11η Σεπτεμβρίου απεβίωσε και η αδελφή μου.
Είναι προφανές, ότι η ευθύνη των αρμοδίων για τον τραγικό θάνατο της μητέρας και αδελφής μας είναι τεράστια, αυτονόητη και εγκληματική».