
«Mαγειρεύει» το μεγάλο comeback
Λένε ότι κάθε τέλος είναι μια νέα αρχή και στην περίπτωση της «Σπιτικής Κουζίνας» η φράση αυτή αποκτά κυριολεκτικό νόημα.
Στις 31 Οκτωβρίου, τα καταστήματα της γνωστής αλυσίδας ρίχνουν ρολά, αλλά όχι για πάντα. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, ο Σκλαβενίτης «μαγειρεύει» ήδη το μεγάλο comeback, σχεδιάζοντας μια νέα εποχή για τον κλάδο του έτοιμου φαγητού στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το euro2day.gr, το περασμένο καλοκαίρι, ο όμιλος Σκλαβενίτη απέκτησε τα 25 καταστήματα της «Σπιτικής Κουζίνας» από τη Salas Intergroup A.E., διατηρώντας τις 75 θέσεις εργασίας και προετοιμάζοντας την πλήρη επανεκκίνηση. Πηγές με γνώση του θέματος αποκαλύπτουν ότι τα καταστήματα θα ξανανοίξουν στα ίδια σημεία, με νέο concept και εταιρική ταυτότητα. Όπως σημειώνουν, «ορισμένα σημεία θα λειτουργήσουν ξανά εντός του έτους, όταν ολοκληρωθεί η μελέτη για το κωδικολόγιο και τη νέα εικόνα τους».
Αποκλείεται, ωστόσο, η ιδέα να δημιουργηθούν «γωνιές» έτοιμου φαγητού μέσα στα σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτης, αφού το νέο εγχείρημα θα σταθεί στα πόδια του ως αυτόνομο brand.
Η Μαγούλα γίνεται… μαγειρείο
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του σχεδίου είναι η νέα μονάδα παραγωγής στη Μαγούλα, με δυναμικότητα 250.000 μερίδων ημερησίως. Πρόκειται για υποδομή που ξεπερνά κατά πολύ τη σημερινή ζήτηση της ελληνικής αγοράς, σηματοδοτώντας την είσοδο του ομίλου σε μια νέα εποχή βιομηχανικής εστίασης.
Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία. Το concept της «Σπιτικής Κουζίνας» λειτουργεί συμπληρωματικά στο δίκτυο του Σκλαβενίτη, ενισχύοντας τη στρατηγική του ομίλου να καλύψει όλο το φάσμα της καθημερινής διατροφής, από τα ράφια μέχρι το έτοιμο πιάτο.
Η παγκόσμια τάση του convenience food
Η επένδυση εντάσσεται σε μια διεθνή τάση που αλλάζει τα δεδομένα στο φαγητό. Σύμφωνα με τη Circana, η ελληνική αγορά έτοιμων γευμάτων, σαλατών και σνακ αυξήθηκε κατά 22% μέσα σε δύο χρόνια, φτάνοντας τα 144 εκατ. ευρώ το 2024. Η κατανάλωση πλέον αγγίζει τα 15 εκατ. τεμάχια ετησίως.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το λεγόμενο convenience food αντιπροσωπεύει ήδη το 37% των συνολικών δαπανών σε τρόφιμα και ποτά, δηλαδή περίπου 328 δισ. ευρώ ετησίως. Το «φαγητό του μέλλοντος» έχει γίνει υπόθεση καθημερινή, με παραδείγματα όπως του Charlie Bigham στο Ηνωμένο Βασίλειο, που μετέτρεψε τα έτοιμα γεύματα σε fine dining, πουλώντας premium μερίδες έως και 29,95 λίρες.