
Τι έκανε;
Με ένα άρθρο γνώμης που δημοσίευσε στο protothema.gr, η Ευγενία Μανωλίδου, γνωστή για την «Ελληνική Αγωγή» που διατηρεί μαζί με τον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη, άναψε φωτιές.
Τίτλος του άρθρου: «Πρόστιμο σε όσους δεν μιλούν Αρχαία Ελληνικά». Η Μανωλίδου ανατρέχει σε μια ξεχασμένη ιστορική ιστορία του 16ου αιώνα: στη Βενετία ιδρύθηκε η περίφημη Νεακαδημία, μια κοινότητα λογίων που αποφάσισαν να μιλούν αποκλειστικά Αρχαία Ελληνικά. Για να το διασφαλίσουν, είχαν θεσπίσει κανόνα: όποιος ξέφευγε και μιλούσε σε άλλη γλώσσα, πλήρωνε πρόστιμο! Τα χρήματα πήγαιναν σε κοινό ταμείο και χρηματοδοτούσαν τα συμπόσια.
Η σύζυγος του υπουργού Υγείας χρησιμοποιεί αυτό το ιστορικό παράδειγμα για να δείξει, όπως γράφει, ότι «η γλώσσα δεν μαθαίνεται με καταλήξεις και συντακτικό, αλλά με ζωντανή, καθημερινή χρήση».
Στο κείμενό της επικρίνει τον τρόπο που διδάσκονται σήμερα τα Αρχαία στα ελληνικά σχολεία – «λίστες με εξαιρέσεις, κουραστικές ασκήσεις» – την ώρα που τα παιδιά μαθαίνουν άλλες γλώσσες παίζοντας Minecraft ή βλέποντας Netflix.
Η Μανωλίδου προτείνει ένα πιο βιωματικό μάθημα, με θεατρικές αναπαραστάσεις, προφορικούς διαλόγους, ακόμα και «παιχνίδια» μέσα στην τάξη. Δεν διστάζει να προτείνει μάλιστα ένα κουτί-πρόστιμο για τους μαθητές που θα ξεφεύγουν και θα μιλούν Νέα Ελληνικά την ώρα της δραματοποίησης, όπως γινόταν και στη Νεακαδημία.
Η ίδια υπενθυμίζει ότι σε πολλές χώρες του κόσμου, πανεπιστήμια και σχολεία διδάσκουν τα Αρχαία Ελληνικά με αυτήν τη μέθοδο -βιωματικά, με τραγούδια, παιχνίδια και ζωντανή χρήση- και θεωρεί ότι μόνο έτσι μπορούν να αγαπηθούν από τους μαθητές.
Ολόκληρο το κείμενο της Ευγενίας Μανωλίδου στο protothema.gr:
Κάπου στις αρχές του 16ου αιώνα, σε μια μικρή ουμανιστική «κυψέλη» λόγου, με έδρα τη Βενετία, γεννήθηκε ένα πείραμα. Τρεις φωτισμένοι λόγιοι, ο Άλδος ο Ρωμαίος (Μανούτιος), ο Ιωάννης ο Κρητικός και ο Σκιπίων ο Καρτερομάχος, ίδρυσαν τη Νεακαδημία: μία κοινότητα ανθρώπων που δίδασκαν και ζούσαν καθημερινά μιλώντας αποκλειστικά στα Αρχαία Ελληνικά. Και για να το διασφαλίσουν αυτό μέσα στην τάξη των εφήβων μαθητών τους, ψήφισαν και νόμο:
«Μηδενὶ ἐξεῖναι ἀλλήλοις ὁμιλεῖν, εἰ μὴ τῇ ἑλλάδι φωνῇ.» Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μιλά στους άλλους, παρά μόνο στην ελληνική γλώσσα. «Εἴ τις δὲ ἄλλως διαλέγοιτο ἐν ἡμῖν, ζημιούσθω ἀργυρίδιον ἕν, ὁποσάκις ἂν τύχῃ τοῦτο ποιῶν.» Αν κάποιος «ξέφευγε», είτε από απροσεξία είτε επίτηδες, έπρεπε να καταβάλει πρόστιμο: ένα αργυρίδιον για κάθε παράβαση, το οποίο πήγαινε σε ένα κοινό ταμείο και οι παραβάτες χρηματοδοτούσαν το επόμενο συμπόσιο! Μέσα από αυτό το τέχνασμα, από την όλη σύλληψη του εγχειρήματος, αυτοί οι φωτισμένοι άνθρωποι κατανοούσαν τότε αυτό που σήμερα αρνούμαστε να δούμε: ότι η γλώσσα δεν μαθαίνεται μόνο με γραμματική και συντακτικό, αλλά με ζωντανή, απλή, καθημερινή χρήση.
Τί ήταν όμως η Νεακαδημία;
Η Νεακαδημία ιδρύθηκε από τον Άλδο Μανούτιο (1452–1515), τον μεγάλο τυπογράφο και εκδότη που πρώτος τύπωσε τα έργα των Ελλήνων συγγραφέων σε μικρά φορητά βιβλία. Μαζί με άλλους λόγιους της εποχής, αποφάσισε να επαναφέρει την κλασική παιδεία στην πράξη. Μαθητές και καθηγητές μιλούσαν Ελληνικά, έγραφαν Ελληνικά, αστειεύονταν και ονειρεύονταν στα Ελληνικά.
Γιατί αυτό μας αφορά;
Γιατί αυτό που τότε φαινόταν αυτονόητο, σήμερα αντιμετωπίζεται περίπου σαν ιδιοτροπία. Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών έχει υποβαθμιστεί και αντί να γίνεται ευκαιρία επαφής με κάτι σπουδαίο, έχει καταντήσει μια κουραστική άσκηση υπομονής τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους δασκάλους. Γιατί δεν τα ζούμε, δεν τα μιλάμε, δεν τα ακούμε και είναι ο μόνος τρόπος να μην τα μάθουμε ποτέ.
Στον 21ο αιώνα, όπου τα παιδιά μαθαίνουν Αγγλικά παίζοντας Minecraft και Ισπανικά βλέποντας Netflix, εμείς τους δίνουμε λίστες με καταλήξεις και εξαιρέσεις. Αντί να παίξουν έναν διάλογο του Λουκιανού, τους βάζουμε να κλίνουν τη μετοχή στον αόριστο. Αντί να αναπαραστήσουν μία σκηνή από τη μυθολογία του Απολλοδώρου, τους ζητάμε να μετατρέψουν το υποκείμενο της Ενεργητικής σε ποιητικό αίτιο της Παθητικής. Άντε μετά να αγαπήσεις τα Αρχαία…
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά τεκμήρια αυτής της προσέγγισης έρχεται από τον 16ο αιώνα: πρόκειται για το βιβλίο του Johannes Posselius (1528 – 1591) «Οἰκείων διαλόγων βιβλίον Ἑλληνιστὶ καὶ Ῥωμαϊστί», το οποίο μας δείχνει ακριβώς τι έλεγαν οι δάσκαλοι στους μαθητές και οι γονείς στα παιδιά σε απλές, καθημερινές φράσεις. Έτσι έμαθαν οι Ευρωπαίοι για την Ελλάδα και τη λάτρεψαν για πάντα.
Αυτό που γινόταν στην Ευρώπη την εποχή της Αναγέννησης, ξαναγίνεται σήμερα σε διεθνές επίπεδο. Υπάρχουν σχολεία, πανεπιστήμια, καλοκαιρινά σεμινάρια και κινήματα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική που διδάσκουν Αρχαία Ελληνικά όπως μια οποιαδήποτε σύγχρονη γλώσσα, επαναφέροντας την ενεργό μέθοδο διδασκαλίας (active teaching) στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. Διοργανώνονται συνέδρια. Κυκλοφορούν νέα εγχειρίδια. Οργανώνονται θερινά προγράμματα και βιωματικά εργαστήρια όπου οι συμμετέχοντες μιλούν, τραγουδούν, παίζουν και υποδύονται κάποιον αρχαίο ήρωα, στα Αρχαία Ελληνικά.
Είναι ενθαρρυντικό να βλέπει κανείς ότι η γλώσσα μας ζωντανεύει ξανά σε τόσα μέρη του κόσμου. Μα το πραγματικό στοίχημα είναι εδώ, στη δική μας τάξη, με τους δικούς μας δασκάλους. Γιατί οι φιλόλογοι είναι αυτοί που κρατούν ζωντανή τη γλώσσα μας μέσα στις τάξεις. Αν υπάρχει ελπίδα να αγαπήσουν τα παιδιά τα Αρχαία Ελληνικά, είναι μέσα από το δικό τους μεράκι, την αγάπη τους για το κείμενο, την τέχνη τους στη διδασκαλία. Ίσως όμως να μπορούσαν, φέτος, να δώσουν λίγο περισσότερο χώρο στο παιχνίδι. Λίγο περισσότερο προφορικό λόγο, λίγη περισσότερη σκηνική ανάγνωση, λίγη «πλάκα» την ώρα του μαθήματος. Κι αν κάποιος μαθητής πει κατά λάθος μια λέξη στα νέα ελληνικά την ώρα της δραματοποίησης ενός αρχαίου διαλόγου – ας βγάλουν ένα κουτί για να ρίξει το συμβολικό «πρόστιμο». Όπως έκαναν τότε στη Νεακαδημία, όταν η ελληνική γλώσσα ήταν το εισιτήριο προς τα πιο φωτεινά κείμενα που έγραψε ποτέ ο άνθρωπος.