Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες ξεκίνησε ο μαζικός εμβολιασμός σε παγκόσμια κλίμακα κατά του κορωνοϊού με το εμβόλιο της εταιρείας Pfizer. Τους επόμενους μήνες αναμένεται να διατεθούν και εμβόλια από άλλες εταιρείες που αυτή την στιγμή είναι σε φάση έγκρισης.
Με τον τρόπο αυτό πιστεύεται ότι η πανδημία του κορωνοϊού θα αποτελέσει παρελθόν και μία κακή ανάμνηση για όλον τον πλανήτη. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι το σενάριο της ανοσίας του πληθυσμού απέχει ακόμη αρκετά αφού πρέπει να εμβολιαστούν δισεκατομμύρια πολίτες.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ο ρυθμός εμβολιασμών του Ισραήλ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα, πάνω από 1,3 εκατομμύρια πολίτες έλαβαν την πρώτη δόση μέχρι τις 5 Ιανουαρίου. Αξίζει να αναφέρουμε βέβαια ότι το Ισραήλ είχε εξασφαλίσει εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της Pfizer εδώ και αρκετό καιρό.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της Deutche Welle, βασικοί παράγοντες που συμβάλουν στην ταχύτατη διεξαγωγή εμβολιασμών είναι το σχετικά μικρό μέγεθος της χώρας με μόλις εννέα εκατομμύρια κατοίκους, η διαθεσιμότητα των εμβολίων ασφαλώς, αλλά και το γεγονός ότι το σύστημα υγείας έχει ψηφιοποιηθεί πλήρως. Στο Ισραήλ κάθε πολίτης πρέπει να έχει εγγραφεί σε ένα από τα συνολικά τέσσερα ταμεία της χώρας, τα οποία μάλιστα διαθέτουν δικές τους κλινικές.
Ο εμβολιασμός γίνεται μέσω των ταμείων, είτε σε αυτές τις κλινικές, είτε σε άλλα σημεία εμβολιασμού, επί επτά ημέρες την εβδομάδα. Όπως και σε άλλες χώρες, έτσι και στο Ισραήλ δίνεται προτεραιότητα σε ηλικιωμένους, ευπαθείς ομάδες, αλλά επίσης σε γιατρούς και νοσηλευτές.
Πρέπει να πούμε ότι στο Ισραήλ αναμένεται να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές τον Μάρτιο. Ο πρωθυπουργός της χώρας Μπέντζαμιν Νετανιάχου επιχειρεί να ενισχύσει το πολιτικό του κεφάλαιο μέσω της επιχείρησης του εμβολιασμού. Μάλιστα υπόσχεται ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να είναι η πρώτη χώρα που ξεφορτώνεται τον ιό αν οι πολίτες συνεχίσουν να εμβολιάζονται.
Η χώρα βέβαια δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από τον κορωνοϊό. Μέχρι στιγμή έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 3.500 άνθρωποι με την κυβέρνηση να σκληραίνει ακόμη περισσότερο το lockdown που έχει επιβληθεί και που είναι το τρίτο κατά σειρά.