Ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα βρίσκεται σήμερα στο υψηλότερο επίπεδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προειδοποίησε η διευθύντρια του Ερευνητικού Ιδρύματος των Ηνωμένων Εθνών για τον Αφοπλισμό (UNIDIR), χαρακτηρίζοντας το θέμα “κατεπείγον” και προτρέποντας τους παγκόσμιους ηγέτες να το αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα.
Η Ρενάτα Ντουάν σημείωσε ότι όλες οι πυρηνικές δυνάμεις εφαρμόζουν προγράμματα εκσυγχρονισμού των πυρηνικών όπλων τους. Παράλληλα, το τοπίο όσον αφορά τον έλεγχο των εξοπλισμών αλλάζει, εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ.
Οι παραδοσιακές συμφωνίες περί ελέγχου των εξοπλισμών διαβρώνονται εξαιτίας της ανάδυσης νέων ειδών πολέμου και νέων τεχνολογιών που θολώνουν τα όρια μεταξύ επίθεσης και άμυνας, είπε η Ντουάν μιλώντας σε δημοσιογράφους στη Γενεύη.
Αν και οι συνομιλίες για τον αφοπλισμό έχουν βαλτώσει εδώ και δύο δεκαετίες, 122 χώρες έχουν υπογράψει μια συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων – κάποιες εν μέρει από απογοήτευση, άλλες επειδή κατανοούν τους κινδύνους.
«Ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου είναι ιδιαίτερα υψηλός τώρα και ο κίνδυνος χρήσης πυρηνικών όπλων είναι υψηλότερος από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», τόνισε.
Η Συνθήκη για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων στηρίχθηκε από την ICAN, τη Διεθνή Εκστρατεία για την κατάργησή τους, η οποία τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 2017. Μέχρι στιγμής η Συνθήκη έχει επικυρωθεί από 23 χώρες, αλλά χρειάζεται 50 για να τεθεί σε ισχύ. Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και άλλες πυρηνικές δυνάμεις αντιτίθενται σθεναρά. Η Κούβα την επικύρωσε το 2018, 56 χρόνια μετά την Κρίση των Πυραύλων, το πιο κοντινό σημείο στον πυρηνικό πόλεμο που έχει φτάσει ποτέ ο κόσμος.