Είναι βασισμένο στη ομώνυμη νουβέλα του Βασίλη Βασιλικού, που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 για την Ελλάδα. Θεωρείται ένα από τα κορυφαία δείγματα του πολιτικού κινηματογράφου.
Το βιβλίο του Βασιλικού κυκλοφόρησε το 1966 με τίτλο «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» (εκδόσεις Λιβάνη). Το «Ζ» του τίτλου παραπέμπει στο σύνθημα «Ζει», που φώναζαν οι χιλιάδες κόσμου που συνόδευσαν τον Λαμπράκη στην τελευταία του κατοικία τον Μάιο του 1963. Ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, βρέθηκε να διαβάζει το βιβλίο του Βασιλικού στο ταξίδι της επιστροφής του στο Παρίσι από την Αθήνα, λίγες μέρες προτού ξεσπάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όταν οι δικτάτορες είχαν πλέον αλυσοδέσει τη χώρα, ως ελάχιστη συνεισφορά στη διεθνοποίηση της ελληνικής υπόθεσης.
Απευθύνθηκε στον ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν και μαζί ετοίμασαν το σενάριο, χωρίς να έχουν χρήματα. Παραγωγός δεν βρισκόταν στον ορίζοντα, το ποσό που διέθετε το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου ήταν μικρό και η ταινία κινδύνευε να μην υλοποιηθεί. Ως από μηχανής θεός, ο ηθοποιός Zακ Περέν τού πρότεινε να γυριστεί η ταινία στην Αλγερία. Εκεί είχε πάρα πολλούς φίλους που μπορούσαν να συμμετάσχουν στην παραγωγή. Τα γυρίσματα άρχισαν και ολοκληρώθηκαν στο Αλγέρι, με τη συμμετοχή γνωστών και σπουδαίων ηθοποιών, όπως ο Υβ Μοντάν, η Ειρήνη Παπά, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν, ο Φρανσουά Περιέ και ο Ρενάτο Σαλβατόρι.
Περιπετειώδης ήταν και η μουσική επένδυση της ταινίας. Ο Γαβράς τηλεφώνησε στον Μίκη Θεοδωράκη, που βρισκόταν εξόριστος στη Ζάτουνα Αρκαδίας, για να του ζητήσει να γράψει τη μουσική. Ο συνθέτης δέχθηκε, αλλά ζήτησε πρώτα να διαβάσει το σενάριο της ταινίας. Η Χούντα, όμως, δεν του επέτρεπε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και οι διάφοροι τρόποι που μηχανεύτηκαν οι άνθρωποι της παραγωγής για να τον συναντήσουν δεν έφερε αποτέλεσμα. Προ του αδιεξόδου, ο Θεοδωράκης τους είπε να επιλέξουν αυτοί από τους δίσκους του ποια τραγούδια του ταιριάζουν στο ύφος της ταινίας. Ο μαέστρος Μπερνάρ Ζεράρ και ο Κώστας Γαβράς ανέλαβαν το δύσκολο έργο.
Ο τόπος της δράσης της ταινίας δεν αναφέρεται ρητά, αλλά σαφώς υπονοείται η Ελλάδα και από την εξέλιξη της ιστορίας η υπόθεση Λαμπράκη. Είναι παρόντες ο Λαμπράκης (Υβ Μοντάν) και ο ανακριτής Σαρτζετάκης (Ζαν Λουί Τρεντινιάν). Άλλωστε, ο σκηνοθέτης δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί αυτού. Στους τίτλους της αρχής διαβάζουμε: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη».
Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται σε έναν επιστήμονα, που έχει προγραμματίσει να κάνει μια ομιλία κατά της χρήσης της ατομικής βόμβας. Καθώς φτάνει έξω από την αίθουσα στην οποία πρόκειται να μιλήσει, δέχεται την επίθεση μιας ομάδας ακροδεξιών εξτρεμιστών που συνδέονται πολιτικά με την κυβέρνηση, ενώ η αστυνομία που είναι παρούσα δεν παρεμβαίνει. Συνέρχεται από το ισχυρό χτύπημα και κάνει την ομιλία, αργότερα όμως πεθαίνει από τα τραύματά του. Ένας δημοσιογράφος βρίσκει ένα μάρτυρα κι ένα δικαστή που είναι πρόθυμος να τον ακούσει, παρά τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης. Στη δίκη που ακολουθεί αποκαλύπτεται μια κυβερνητική συνωμοσία, αλλά τα πάντα ανατρέπονται, όταν στην εξουσία ανεβαίνει νέα κυβέρνηση, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο οδηγεί στην αδιαλλαξία και την απαγόρευση των μακριών μαλλιών, των Beatles και των εκδηλώσεων υπέρ της ειρήνης.
Η ταινία βγήκε στους γαλλικούς κινηματογράφους στις 26 Φεβρουαρίου 1969, αλλά γνώρισε τη διεθνή καταξίωση μετά την προβολή της στο φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Δημιούργησε αίσθηση και τιμήθηκε με τα βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) και των κριτικών (FIPRESCI) για τον Κώστα Γαβρά. Η φήμη της πέρασε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τον επόμενο χρόνο ήρθε η σειρά των Όσκαρ. Η ταινία εκπροσώπησε την Αλγερία (χώρα των παραγωγών της ταινίας) και απέσπασε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το Όσκαρ για το μοντάζ της (Φρανσουάζ Μπολό), που αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα της ατού. Στην Ελλάδα προβλήθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας.
Το «Ζ» άρεσε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, επειδή δεν ταυτίστηκε με μία χώρα και είχε παγκόσμιο χαρακτήρα. Πολλοί θεατές είχαν να θυμηθούν μια ανάλογη ιστορία κρατικής αυθαιρεσίας στη δική τους πατρίδα, ιδιαίτερα όσοι προέρχονταν από χώρες με αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή. Βασική αρετή του έργου είναι το μπόλιασμα της πολιτικής στόχευσης με τις χολιγουντιανές τεχνικές των ταινιών δράσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό θρίλερ «που συσσωρεύει τόση ένταση, ώστε στο τέλος να αισθάνεστε δεμένοι σε κόμπο», όπως έγραψε μία γαλλίδα κριτικός.
Πηγή: sansimera.gr