Το BBC αναφέρεται σε «μακεδονική μειονότητα» στην Ελλάδα, που μάλιστα (σύμφωνα με ιστορικό που επικαλείται) αριθμεί 100.000 ανθρώπους.
Έντονα ερωτηματικά προκαλεί ρεπορτάζ του BBC για την «αόρατη μειονότητα της Ελλάδας – τους Μακεδόνες Σλάβους» -σύμφωνα με τον τίτλο- μια «μειονότητα την ύπαρξη της οποίας αρνείται επί δεκαετίες», όπως υποστηρίζει.
Το βρετανικό δίκτυο μίλησε μ’ έναν 92χρονο συνταξιούχο δικηγόρο, που δίνει «μόνον το μικρό του όνομα για να προστατέψει την ταυτότητά του», όπως λέει. Ο κ. Φωκάς «μιλά άπταιστα επίσημα Ελληνικά με μια χαρακτηριστική χροιά: η μητρική του γλώσσα είναι “μακεδονική”, μια σλαβική γλώσσα που σχετίζεται με τη βουλγαρική και ομιλείται εδώ και αιώνες σ’ αυτό το τμήμα των Βαλκανίων. Στο μοντέρνο σπίτι του γιου του σ’ ένα χωριό στη βόρεια Ελλάδα, μoυ εξηγεί την οδυνηρή ιστορία της μη αναγνωρισμένης σλαβόφωνης μειονότητας της Ελλάδας», γράφει ο συντάκτης του άρθρου.
Ο κ. Φωκάς δηλώνει ευθύς εξαρχής «Μακεδόνας» και «Έλληνας πατριώτης». Όπως λέει, επί έναν περίπου αιώνα οι «Μακεδόνες» στην Ελλάδα αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, ενίοτε διώκονταν, ενώ «σχεδόν όλοι αρνιόντουσαν την παρουσία τους». «Οι περισσότεροι είναι απρόθυμοι να μιλήσουν σε ξένους για την ταυτότητά τους. Στους ίδιους και άλλους είναι απλώς γνωστοί ως “ντόπιοι”, που μιλούν μια γλώσσα που αποκαλείται “ντόπια”. Απουσιάζουν παντελώς από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας, δεν εμφανίστηκαν στις απογραφές από το 1951 (όταν καταγράφηκαν και αναφέρθηκαν απλώς ως “σλαβόφωνοι” και δεν αναφέρονται δημοσίως. Οι περισσότεροι Έλληνες αγνοούν την ύπαρξή τους», λέει το δημοσίευμα.
Κι υποστηρίζει ότι αυτή η «διαγραφή» τους ήταν ένας απ’ τους λόγους της πολύχρονης διαμάχης της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ, που λύθηκε με την συμφωνία των Πρεσπών και την επικύρωσή της από την Ελληνική Βουλή
«Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή στην ύπαρξη “Σλαβομακεδόνων” στην Ελλάδα – την περίοδο του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου- έσπαζε ένα μακροχρόνιο ταμπού», σημειώνει το άρθρο, υποστηρίζοντας ότι η χρήση του ονόματος “Μακεδονία” από τη γειτονική χώρα «ανοίγει την πόρτα για δύσκολες ερωτήσεις αναφορικά με την ιστορία της “μακεδονικής μειονότητας” της Ελλάδας».
Ο συντάκτης του άρθρου αναφέρει ότι όταν γεννήθηκε ο κ. Φωκάς η βόρεια ελληνική περιοχή της Μακεδονίας είχε μόλις πρόσφατα προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος κι ότι ο θείος του έλεγε ότι η οικογένειά τους «δεν ήταν ούτε Σέρβοι, ούτε Έλληνες, ούτε Βούλγαροι, αλλά “Ορθόδοξοι Μακεδόνες».
«Τελικά οι Σλαβομακεδόνες βρέθηκαν μοιρασμένοι ανάμεσα στα τρία αυτά κράτη. Στην Ελλάδα ορισμένοι εκδιώχθηκαν, όσοι παρέμειναν ωθήθηκαν να αφομοιωθούν. Σ’ όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις με μη ελληνικά ονόματα δόθηκαν νέα, που επέλεξε μια επιτροπή λογίων στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αν και σχεδόν έναν αιώνα αργότερα ορισμένοι “ντόπιοι” εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα παλιά», λέει το δημοσίευμα. Και συνεχίζει: «Το 1936, όταν ο κ. Φωκάς ήταν εννέα ετών, ο Έλληνας δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς (ένας θαυμαστής του Μουσολίνι) απαγόρευσε τη “μακεδονική γλώσσα” και υποχρέωσε τους ομιλούντες τη “μακεδονική” να αλλάξουν σε ελληνικά τα ονόματά τους».
Ο κ. Φωκάς υποστηρίζει ότι αστυνομικοί παρακολουθούσαν τις κηδείες και κρυφάκουγαν από τα παράθυρα για να πιάσουν όποιον μιλούσε ή τραγουδούσε στην απαγορευμένη γλώσσα, ότι υπήρχαν μηνύσεις, απειλές και ξυλοδαρμοί.
«Γυναίκες, που συχνά δεν μιλούσαν ελληνικά, κάλυπταν με τις μαντίλες τους τα στόματά τους όταν μιλούσαν, αλλά η μητέρα του κ. Φωκά συνελήφθη και της επιβλήθηκε πρόστιμων 250 δρχ. , που ήταν μεγάλο ποσό τότε. “Οι σλαβόφωνοι υπέφεραν πολλά από τους Έλληνες επί Μεταξά”, λέει. “20 άτομα απ’ το χωριό του, οι κεφαλές μεγάλων οικογενειών εξορίστηκαν στη Χίο. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο πεθερός μου”. Τους βασάνισαν αναγκάζοντάς τους να πίνουν ρετσινόλαδο, ένα ισχυρό καθαρτικό».
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι μετά την εισβολή των χωρών του Άξονα στην Ελλάδα το 1941 «ορισμένοι σλαβόφωνοι υποδέχθηκαν ως πιθανούς απελευθερωτές από το καταπιεστικό καθεστώς του Μεταξά τους Βούλγαρος, αλλά πολλοί εντάχθηκαν σύντομα στην αντίσταση υπό το Κομμουνιστικό Κμμα (που υποστήριζε τότε την “μακεδονική μειονότητα”) και συνέχισαν να πολεμούν με τους Κομμουνιστές στον εμφύλιο που ακολούθησε την κατοχή υπό τον Άξονα (…) όταν τελικά ηττήθηκαν οι κομμουνιστές, ακολούθησαν σοβαρά αντίποινα για όσους συνδέθηκαν με την αντίσταση ή την αριστερά».
Ο κ. Φωκάς υποστηρίζει ότι «οι “Μακεδόνες” πλήρωσαν ακριβότερα από οποιονδήποτε άλλο για τον εμφύλιο. Οκτώ άτομα πέρασαν από στρατοδικείο και εκτελέστηκαν απ’ το χωριό του, οκτώ απ’ το διπλανό, 23 από το απέναντι».
Ο κ. Φωκάς ήταν τότε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, αλλά όπως λέει, συνελήφθη και αυτός και έκανε τρία χρόνια στη Μακρόνησο. «Έγιναν τρομερά πράγματα, αλλά δεν πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά. Είναι προσβολή για τον Ελληνικό πολιτισμό. Βλάπτει τη φήμη της Ελλάδας», λέει.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα είναι αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού των Σλαβόφωνων ή των απογόνων τους στην Ελλάδα. Επικαλείται δε τις εκτιμήσεις του ιστορικού Leonidas Embiricos, που κάνει λόγο για πάνω από 100.000 στην ελληνική Μακεδονία «αν και μόνον 10.000-20.000 προσδιορίζονται ανοικτά ως μέλη της μειονότητας – και πολλοί άλλοι είναι «περήφανοι Έλληνες εθνικιστές».
«Η “μακεδονική” γλώσσα δεν έχει απαγορευτεί επισήμως στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες, αλλά ο φόβος παραμένει (…). Η γλώσσα αργοπεθαίνει. Χρόνια καταπίεσης την περιόρισαν σε εσωτερικούς χώρους κι η αφομοίωση αποτελειώνει τη δουλειά», λέει ο συντάκτης του άρθρου.
Σημειώνει δε ότι «η επικύρωση της συμφωνίας της Ελλάδας με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και η αναγνώριση “μακεδονικής γλώσσας και εθνικότητας” είναι σημαντική πολιτικής πρόοδος που θα συμβάλει στην άμβλυνση τέτοιων φόβων. Αλλά η διαδικασία έχει προκαλέσει επίσης νέα κύματα οργής και φόβων με ενίοτε μεγάλες, βίαιες διαδηλώσεις κατά της συμφωνίας, υποστηριζόμενες από τμήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.»
Και καταλήγει: «Εκλογές αναμένονται πριν το τέλος του έτους. Η δεξιά αντιπολίτευσης της Ελλάδας έσπευσε να κεφαλαιοποιήσει τα εθνικιστικά συναισθήματα κατηγορώντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για προδοσία. Για τους Σλαβόφωνους της Ελλάδας, που το μόνο που ζητούν εδώ και καιρό είναι το δικαίωμα στην πολιτιστική έκφραση, ίσως δεν έφθασε ακόμη η ώρα να βγουν από τη σκιά».