«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις», τραγουδούσαν οι ρεμπέτες το 1931. Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν «Κακούργα Πεθερά» και βασίστηκε στη δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου το 1931, μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.
Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος ήταν ένας πλούσιος εργολάβος, παντρεμένος με μια πανέμορφη 25χρονη, τη Φούλα Κάστρου. Το ζευγάρι φαινομενικά ήταν πολύ ταιριαστό και είχαν τέσσερα παιδιά, απ’ τα οποία δυστυχώς επέζησε μόνο ένα, το μικρότερο, ο Δημήτρης. Η καθημερινή ζωή της οικογένειας, όμως, ήταν πολύ διαφορετική από το «φαίνεσθαι».
Ο Δημήτρης ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που κακοποιούσε σεξουαλικά τη νεαρή γυναίκα του. Οι κάκιστες γλώσσες, τον κατηγορούσαν, ότι είχε ερωτική σχέση και με τη μητέρα της γυναίκας του.
Μάλιστα, υποστήριζαν, ότι η σχέση με την πεθερά του, είχε ξεκινήσει πριν από τον γάμο του. Στις 4 Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος είχε φτάσει σε έξαλλη κατάσταση κι είχε κακοποιήσει τη γυναίκα του χειρότερα από ποτέ.
Εκείνη έφυγε απ’ το σπίτι κρυφά και ζήτησε βοήθεια απ’ τη μητέρα της. Η «κακούργα πεθερά», όπως αναφέρεται στο τραγούδι, ανάστατη για την κατάσταση της κόρης της, ανέλαβε δράση.
Η Κάστρου δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τον πείσει να πάρει μέρος στο έγκλημα. Ο Μοσκιός ήταν ένας απ’ τους πάμπολλους θαυμαστές της Φούλας και είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι ο Αθανασόπουλος ήταν νεκρός, αποφάσισαν να κάψουν το πτώμα του, για να εξαφανίσουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι κι έκαναν, με τη βοήθεια της υπηρέτριας, Γιαννούλας Μπέλλου. Μόνο που δεν υπολόγισαν τη φοβερή μυρωδιά της καμένης σάρκας. Φοβήθηκαν ότι θα τους έπαιρναν είδηση οι γείτονες και σταμάτησαν.
Επέλεξαν λοιπόν, να τεμαχίσουν το πτώμα και να το πετάξουν κομμάτι κομμάτι στο ρέμα του Ιλισσού. Έβαλαν τα μέλη σε μεγάλα σακιά και ζήτησαν τη βοήθεια ενός εραστή της μητέρας της Φούλας, του Σπύρου Μαγουλόπουλου. Εκείνος τα έδωσε στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη για να τα πετάξει. Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος τους. Εκεί που πετάχτηκαν τα σακιά το ρέμα ήταν ρηχό, με αποτέλεσμα να σκαλώσουν στην κοίτη.
Τα πακέτα που περιείχαν το διαμελισμένο πτώμα, ανακαλύφθηκαν από έναν περαστικό. Εξίσου γρήγορα ξεσκεπάστηκε όλο το έγκλημα. Σύζυγος και πεθερά καταδικάστηκαν σε θάνατο, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου καταδικάστηκε σε ισόβια και ο Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών. Προφανώς το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικά, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης.
Για τα μάτια της Φούλας
Η ομορφιά της Φούλας ήταν καταλυτική. Με τα κάλη της, «μάγεψε» τον διευθυντή των φυλακών και η ζωή της έγινε άνετη. Το ίδιο ίσχυε και για τη μάνα της. Τελικά η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941, μάνα και κόρη είναι πάλι ελεύθερες. Η Φούλα «καλοπαντρεύτηκε» για δεύτερη φορά. Ο δεύτερος γάμος ήταν με τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971.
Η υπόλοιπη οικογένεια δεν είχε τόσο ευχάριστο τέλος. Η μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, πέθανε το 1956 και ο Δημήτρης Μοσκιός εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα. Αν και η Φούλα ήταν θύμα οικογενειακής βίας, η κοινωνία την αντιπάθησε, καθώς το έγκλημα ήταν στυγερό και προκάλεσε αληθινό σοκ και όχι αυτό που καταχρηστικά συνηθίζουν να λένε οι δημοσιογράφοι.
Από το στυγερό έγκλημα, που συγκλόνισε την αθηναϊκή κοινωνία του 1931, εμπνεύστηκε ο Ιάκωβος Μοντανάρης και έγραψε του στίχους του τραγουδιού κατά τη διάρκεια της δίκης. Ηχογραφήθηκε με τον Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλκά) και υπήρξε το εμπορικότερο τραγούδι της δισκογραφίας των 78 στροφών.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr