Ο συνεργός του ήταν αδελφός γνωστής τραγουδίστριας.
Ο Γεράσιμος Περδικάρης δεν ήταν σαν τους σημερινούς διαρρήκτες που κακοποιούν και πολλές φορές σκοτώνουν τα θύματά τους. Δεν είχε ποτέ όπλο ή μαχαίρι πάνω του. Μισούσε τη βία. Δεν έμοιαζε με εγκληματία. Το «λέγειν» και η συμπεριφορά του ξεγελούσαν και δεν κινούσε υποψίες. Κανένας δεν φανταζόταν ότι αυτός ο ευγενικός και καλότροπος άνθρωπος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους διαρρήκτες όλων των εποχών με περισσότερες από 500 διαρρήξεις στο ενεργητικό του.
Πριν να ξεκινήσει την «καριέρα» του ως διαρρήκτης, ο Περδικάρης έκανε διάφορες δουλειές. Είχε εργαστεί ως ναυτικός, σερβιτόρος, εργάτης και υπεύθυνος μαγαζιού. Πάντα συνάδελφοι και εργοδότες ήταν πολύ ικανοποιημένοι μαζί του. Ήταν «τύπος και υπογραμμός», κατά το κοινώς λεγόμενον. Το ίδιο ήταν και για την οικογένειά του, αφού ο Περδικάρης ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά. Για χρόνια η ζωή του κυλούσε ήρεμα, ώσπου μια μέρα γνώρισε τον Κ.Β, αδερφό γνωστής τραγουδίστριας. Ο Κ.Β τον μύησε στον «κόσμο της διάρρηξης» και τον έπεισε να μοιράζονται τη λεία. Του υποδείκνυε τα σπίτια που έπρεπε να εισβάλλει και συνήθως κρατούσε τσίλιες στο αυτοκίνητο. Η δράση του Περδικάρη διήρκεσε από το 1975 μέχρι το 1983. Για περίπου μια δεκαετία ο Περδικάρης ξέφευγε από τα χέρια της τότε Χωροφυλακής και Αστυνομίας. Δεν ήταν σεσημασμένος για να τον εντοπίσουν και φρόντιζε να μην αφήνει αποτυπώματα που θα τον πρόδιδαν. Εκτός από ένα: το αποτύπωμα του αυτιού του στην πόρτα των σπιτιών-στόχων του. Χάρη σε αυτό οι δημοσιογράφοι και η Αστυνομία του έδωσαν το παρατσούκλι «ο Αυτιάς».
Η τακτική του
Παρόλο που ο Περδικάρης δεν ήταν έμπειρος διαρρήκτης, ακολουθούσε συγκεκριμένη τακτική. Πήγαινε έξω από το σπίτι. Ακουμπούσε το αυτί του στην πόρτα για να ακούσει αν ήταν κανείς μέσα. Αν άκουγε κάποιο θόρυβο, έφευγε. Αν δεν άκουγε τίποτα, χτυπούσε παρατεταμένα το κουδούνι και περίμενε. Σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ήταν μέσα και του άνοιγε την πόρτα, ο Περδικάρης έλεγε καλημέρα και ζητούσε ένα τυχαίο όνομα. Ο ιδιοκτήτης του έλεγε ότι έκανε λάθος, ο Περδικάρης ζητούσε «χίλια συγγνώμη για την ενόχληση» και έφευγε. Όμως, αν δεν άνοιγε κανείς την πόρτα, σήμαινε ότι είχε το πεδίο ανοιχτό. Έβγαζε δυο λοστούς, έσπαγε την κλειδαριά και έμπαινε στο σπίτι. Πήγαινε πάντα μεταξύ 10:00 με 13:00 που ο περισσότεροι νοικοκυραίοι έλειπαν σε δουλειές. Η εμφάνισή του ήταν πάντα προσεγμένη. Φορούσε κοστούμι, γραβάτα, καλογυαλισμένα παπούτσια και κρατούσε ένα πούρο. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτός ο άνθρωπος είναι διαρρήκτης. Ήταν το καλύτερο καμουφλάζ του.
Ό,τι έπαιρνε από τα σπίτια, που συνήθως ήταν λεφτά, κοσμήματα και αντικείμενα μεγάλης αξίας, τα έδινε στον κλεπταποδόχο του Κ.Β, ο οποίος τα πουλούσε και του έδινε τα μισά χρήματα. Η πιο κερδοφόρα διάρρηξη που είχε κάνει, ήταν στο σπίτι του ζωγράφου Γιώργο Σικελιώτη, από τον οποίο είχε αποσπάσει περίπου 5 εκατομμύρια δραχμές. Ο Σικελιώτης δεν ανέφερε ποτέ το περιστατικό στην αστυνομία. Μετά τις πρώτες ληστείες η ζωή του άλλαξε. Μέσα σε ένα μικρό διάστημα άλλαξε τέσσερα αυτοκίνητα, πήρε μια βίλα στην Κινέτα, άνοιξε μαγαζί στον Κολωνό,αγόραζε τα ακριβότερα προϊόντα. Σύχναζε τα μπαρ της Τρούμπας, όπου πολλές φορές συστηνόταν ως Γιώργος Σταματελόπουλος, αστυνόμος της Δίωξης Ναρκωτικών. Μια φορά σε ένα από τα μπαρ της περιοχής ξέσπασε φασαρία ανάμεσα σε κάτι άνδρες από την Αίγυπτο. Βγήκαν μαχαίρια. Ο κόσμος απευθύνθηκε στον «Σταματελόπουλο» για να ηρεμήσει τα πνεύματα και να τους συλλάβει ως όργανο της τάξης. Ο Περδικάρης δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και τους συνέλαβε. Τους έβγαλε έξω από το μαγαζί και αφού μίλησε με ψυχραιμία με τους αστυνομικούς της περιοχής, τους υποτιθέμενους συναδέλφους του, τους παρέδωσε.
Ο διαρρήκτης με την καλή καρδιά
Ο «Αυτιάς» έκλεβε μόνο σπίτια κυρίως σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Δεν ήθελε να βλάψει τους ιδιοκτήτες. Μια φορά μπήκε σε ένα σπίτι και είδε στο υπνοδωμάτιο ένα παιδί να κοιμάται. Έκλεισε την πόρτα, έκανε μεταβολή και έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα.
Μια άλλη φορά, ενώ είχε ακολουθήσει την καθιερωμένη διαδικασία, δηλαδή έστησε αυτί στην πόρτα, χτύπησε κουδούνι και μετά έσπασε την κλειδαριά. Όμως μέσα στο σπίτι βρήκε μια έγκυο γυναίκα. Μόλις τον είδε τρομοκρατήθηκε. Ο Περδικάρης προσπάθησε να την ηρεμήσει. Της έλεγε ότι είναι ο υδραυλικός που τον κάλεσαν για μια βλάβη και πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Μόλις την καθησύχασε, έφυγε από το σπίτι χωρίς να αγγίξει τίποτα. Σε ένα άλλο σπίτι είχε βρει ένα μωρό μόνο του να κοιμάται στην κούνια. Όταν κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε ότι στο σπίτι έμενε μια φτωχή οικογένεια, έβγαλε το πορτοφόλι του και τους άφησε στο τραπέζι 25 χιλιάδες δραχμές.
Το λάθος του κλεπταποδόχου που τους πρόδωσε
Ο «Αυτιάς» δρούσε ανενόχλητος για περίπου οκτώ χρόνια. Με μοναδικό αποτύπωμα το αυτί, η αστυνομία δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή όμως, τα ίχνη έφτασαν στον συνεργό του, τον κλεπταποδόχο. Πουλούσε τα κλοπιμαία στην αγορά, ώσπου μια μέρα προσπάθησε να πουλήσει ένα όπλο που είχε κλέψει ο Περδικάρης από σπίτι αστυνομικού. Οι αστυνομικοί που είχαν ντυθεί σαν πολίτες, τον συνέλαβαν και μετά από ανακρίσεις ο κλεπταποδόχος αποκάλυψε το όνομα του διαρρήκτη. Ο Περδικάρης κατέφυγε στο πατρικό του στην Κεφαλλονιά για να γλιτώσει τη σύλληψη.
Όμως, εκεί αποφάσισε να παραδοθεί. Ένα βράδυ γυρίζει και λέει: «Αν υπάρχεις Θεέ, που λένε πως υπάρχεις, πες μου τι κάνω τώρα στη ζωή μου». Στο υποσυνείδητό του είδε μια παρουσία να του λέει «Γεράσιμε με κάλεσες;». Σάστισε. Την επόμενη μέρα πήγε να εξομολογηθεί στο εκκλησάκι της περιοχής και στη συνέχεια παραδόθηκε στην αστυνομία χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Πίστευε ότι ήταν «έργο του Σατανά» και πως επιτέλους είχε μπει στο σωστό δρόμο του Θεού. Παρέδωσε τη βίλα του στην Κινέτα και 45 εκατομμύρια δραχμές για να δοθούν πίσω στα θύματά του.
Στην κατάθεσή του ομολόγησε περίπου 110 διαρρήξεις. Όπως είπε αυτές θυμόταν. Όμως, ήταν πολύ παραπάνω. Ο Περδικάρης καταδικάστηκε σε 17 χρόνια κάθειρξη. Μεταφέρθηκε σε διάφορες φυλακές, από τον Κορυδαλλό, τον μετέφεραν στη Χαλκίδα, στα Ιωάννα, στην Πάτρα, στην Αίγινα και τελικά κατέληξε στις αγροτικές φυλακές στην Αγιά της Λάρισας. Ο Περδικάρης, χωρίς καν να έχει απειλήσει τη ζωή κάποιου έστω και προφορικά, εξέτισε τα 14 από τα 17 χρόνια της ποινής του και αφέθηκε ελεύθερος.
Όσο ήταν μέσα στη φυλακή, προσπαθούσε να βάλει στον δρόμο του Θεού και τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του. Όταν βγήκε συνέχισε να κηρύττει τον λόγο του Θεού σε διάφορες εκκλησίες της Αθήνας, ώστε να μην κάνουν και οι άλλοι λάθη σαν τα δικά του.
*Πληροφορίες από το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου, Οι αστέρες του εγκληματικού πανθέου, Εκδόσεις Πατάκη
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr