Η τελευταία ταινία του Κλιντ Ίστγουντ «Το βαποράκι» (The Mule) είναι από πολλές απόψεις αυτοβιογραφική, καθώς ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της βαδίζει πλέον προς τα 90 και είναι προφανές ότι μέσα από τη μόνη γλώσσα που κατέχει άριστα, την κινηματογραφική, θέλει να μιλήσει για όλα όσα έκανε λάθος στη ζωή του. Πέρα απ’ αυτό και πέρα από το αν αρέσει ή όχι η ταινία σε κάποιον, πίσω της κρύβεται μια αληθινή ιστορία, πράγμα ούτως ή άλλως εντυπωσιακό, αφού ο χαρακτήρας του έργου είναι ένας 85χρονος βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έγινε βαποράκι για ένα από τα μεγαλύτερα Καρτέλ ναρκωτικών στην Αμερική.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και πιο συγκεκριμένα στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, βρίσκεται εν εξελίξει αυτή την περίοδο μια πολύ σημαντική δίκη: Αυτή του Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκούζμαν, ενός από τους αρχηγούς τουμεξικάνικου καρτέλ ναρκωτικών Σιναλόα. Στη δίκη αποκαλύπτονται πολλά και διάφορα, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο Γκούζμαν διακίνησε περί τους 110 τόνους κοκαΐνης, αγόρασε έναν ζωολογικό κήπο και έφτιαξε έναν σιδηρόδρομο μινιατούρα προκειμένου να μπορεί να περιηγείται ο ίδιος και οι φίλοι του στην έκταση πέριξ του σπιτιού του στη Γκουανταλαχάρα. Εντάξει, οι έμποροι ναρκωτικών τα κάνουν αυτά, όλοι το ξέρουμε, αλλά αυτό που δεν ξέραμε ότι κάνουν είναι να προσλαμβάνουν 85χρονους για «βαποράκια», διακινητές του εμπορεύματός τους δηλαδή…
Ο Λίο Σαρπ ήταν ακριβώς τόσο, 85 δηλαδή, και ένας παρασημοφορημένος βετεράνος του ΒΠΠ, όταν -το 2009- μετέφερε το πρώτο του φορτίο για το συγκεκριμένο καρτέλ, το οποίο ήταν μετρητά και όχι ναρκωτικά. Όπως όμως, απαθανατίζεται και στην ταινία του Κλιντ Ίστγουντ, σύντομα έγινε ο πιο αξιόπιστος μεταφορέας κοκαΐνης του καρτέλ. «Δεν νομίζω ότι ακόμα και ο πιο υποψιασμένος τροχονόμος θα υποπτευόταν ποτέ έναν ηλικιωμένο άντρα που απλώς ταξίδευε», είπε ο δικηγόρος του Σαρπ, Ντάριλ Γκόλντμπεργκ και είχε δίκιο.
Μέσα στο 2010 ο Σαρπ μετέφερε πάνω από έναν τόνο κοκαΐνης, το οποίο για να γίνει πιο σαφές επαρκεί ώστε περίπου 7,25 εκατομμύρια άνθρωποι να τραβήξουν από μια γραμμή καθένας. Τελικά τον σταμάτησαν και τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά γι αυτόν, καθώς όταν ο αστυνόμος άνοιξε το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, βρήκε εκεί 104 μασίφ «τούβλα» κοκαΐνης. Όταν ο αστυνόμος άνοιξε το καπό, ο ίδιος λέει ότι ο Σαρπ είπε μόνο τρεις λέξεις: «Ω, Θεέ μου…»
Ο Σαρπ γεννήθηκε το 1924 και μεγάλωσε στο Μίσιγκαν, όπου στα 11 του ξεκίνησε να εργάζεται μαζί με τον αλκοολικό πατέρα του στα τοπικά ορυχεία άνθρακα.
Το 1941 κατετάγη στο στρατό και πολέμησε στον ΒΠΠ. Πολέμησε στην Ιταλία και επεβίωσε της μάχης του υψώματος Μπατάλια, όπου σκοτώθηκαν οι περισσότεροι από τους συμπολεμιστές του. Γι’ αυτό και παρασημοφορήθηκε. Όταν τελείωσε ο πόλεμος επέστρεψε στο Μίσιγκαν, παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές, έκανε δύο παιδιά και υιοθέτησε άλλα δύο. Ανάμεσα σε άλλα, είχε μια εταιρία με ταξί, μια κατασκευαστική εταιρεία και υπήρξε συνέταιρος σε μια τοπική αεροπορική. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όμως, η βασική του ενασχόληση, σε σημείο πάθους, ήταν η καλλιέργεια λουλουδιών. Με την εξάπλωση του ίντερνετ, όμως, το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει, η επιχείρησή του έπεσε έξω και ο ίδιος χρεοκόπησε.
Κι εκεί του φάνηκε χρήσιμη η παλιότερη εμπειρία που είχε στο λαθρεμπόριο: Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε μεταφέρει ξανά ναρκωτικά, μαριχουάνα και κοκαΐνη για ένα άγνωστο καρτέλ, στη δυτική Ακτή.
Ξαναμπαίνοντας στο θαυμαστό κόσμο των καρτέλ, ο Σαρπ αμέσως ξεχώρισε. Στο δικαστήριο ειπώθηκε ότι πολλά από τα μέλη του καρτέλ τον κορόιδευαν που ξεχνούσε πράγματα και του έδωσαν το παρατσούκλι «Ελ Τάτα», που στα ισπανικά σημαίνει «ο Παππούς». Τον συμπαθούσαν και τον σέβονταν. Το συνηθέστερο δρομολόγιό του ήταν από την Αριζόνα, όπου παραλάμβανε τα ναρκωτικά, μέχρι το Ντιτρόιτ, όπου τα περέδιδε. «Ήταν πολύ επιτυχημένος επειδή ήταν υπεράνω υποψίας», είπε ο δικηγόρος του. Υπολογίζεται ότι ο Σαρπ κέρδισε περισσότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια, ξοδεύοντας ένα μεγάλο μέρος του για την αγορά μιας φάρμας με λουλούδια, με την οποία έλπιζε να κάνει το μεγάλο comeback. Όταν, όμως, είπε στα μέλη του καρτέλ ότι ήθελε να σταματήσει, εκείνοι τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν, τον ίδιο αλλά και τα μέλη της οικογένειάς του, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο ίδιος και ο δικηγόρος του.
Κι έτσι, συνέχισε.
Μέχρι που, το απόγευμα της 21ης Οκτωβρίου 2011 και καθώς οδηγούσε στην εθνική οδό 94 προς το Ντιτρόιτ με το φορτηγάκι του γεμάτο ναρκωτικά, ένας τροχονόμος τον σταμάτησε επειδή, όπως είπε, οδηγούσε περίεργα. Στην πραγματικότητα, οι πράκτορες της Δίωξης τον παρακολουθούσαν εδώ και καιρό. Όταν τον έπιασαν, είχε στο φορτηγάκι περίπου 100 κιλά κοκαΐνης, αλλά ο ίδιος δεν φάνηκε να καταλαβαίνει πόσο δεινή ήταν η θέση του. «Όταν τον συνάντησα, λίγο μετά τη σύλληψή του, γελούσε», λέει ο πρώτος δικηγόρος που τον ανέλαβε, ο Ρέι Ρίτσαρντς. «Με κοίταξε και μου είπε: ’Έχω μπλέξει, ε; Όλη μου τη ζωή ήμουν καθαρός και τώρα έμπλεξα με το νόμο’».
Παρ όλα αυτά δεν μίλησε για κανέναν από τους συνεργάτες του και πήρε επάνω του ατόφια την ευθύνη των πράξεών του, κάτι που εντυπωσίασε το δικαστήριο. Ο Γκόλντμπεργκ υποστήριξε στο δικαστήριο ότι ο Σαρπ έχει σημάδια άνοιας, αλλά ο πελάτης του καταδικάστηκε τελικά σε τρία χρόνια φυλάκισης. Επίσης συμφώνησε να δώσει όλη του την περιουσία στο κράτος. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του διαγνώστηκε με τερματικό καρκίνο και αποφυλακίστηκε μετά από ένα χρόνο κράτησης. Όλοι περίμεναν ότι θα πέθαινε λίγο μετά την αποφυλάκισή του, αλλά εκείνος έζησε για 16 μήνες, έως τη μέρα που τελικά πέθανε, στις 12 Δεκεμβρίου 2016.
Αυτό που έμεινε τελικά από τη ζωή του δεν ήταν τα στερνά, αλλά τα πρώτα.
Θάφτηκε στο Εθνικό Κοιμητήριο της Χονολουλού, μαζί με άλλους βετεράνους των παγκοσμίων Πολέμων και της Κορέας. Δίπλα στον τάφο του έχουν φυτευτεί ορχιδέες που τόσο αγαπούσε.
Πηγή: cnn.gr