Εχουν παρέλθει 20 χρόνια και μια μεγάλη κρίση από τη γέννηση του ευρώ, που σήμερα είναι το επίσημο νόμισμα 19 χωρών και των 340 εκατ. πολιτών τους. Περίπου το 38% του πληθυσμού της Ευρωζώνης δεν έχει γνωρίσει άλλο νόμισμα, ούτε τη διαδικασία μετατροπής στο νόμισμα άλλης χώρας. Το σημαντικότερο, όλων, όμως, είναι πως σε όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης η πλειονότητα των πολιτών εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ του ευρώ.
Οπως σχολιάζει σε σχετικό δημοσίευμά της η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, η δημιουργία της νομισματικής ένωσης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στη μεταπολεμική Ευρώπη όπως εκείνα της Ενιαίας Αγοράς, η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και η επανένωση της Γερμανίας. Αναφερόμενη ειδικότερα στην Ελλάδα και στο τίμημα που χρειάστηκε να καταβάλει ο ελληνικός λαός για την παραμονή του στην Ευρωζώνη, η αμερικανική εφημερίδα τονίζει πως οι Ελληνες δικαιολογημένα αντιδρούν στην οικονομική κακοδιαχείριση των Βρυξελλών.
Υπενθυμίζει, ωστόσο, πως όταν κορυφώθηκε η κρίση χρέους της Ελλάδας το 2015, πολλοί Ελληνες προσπαθούσαν να μεταφέρουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να περιφρουρήσουν τις αποταμιεύσεις τους από την επιστροφή στη δραχμή. Σήμερα μετά τα χρόνια του μνημονίου το 60% των Ελλήνων υποστηρίζει το ευρώ, ενώ εξίσου υψηλά είναι τα ποσοστά και στις άλλες χώρες που επλήγησαν από την κρίση χρέους. Το 85% των Ιρλανδών, το 64% των Πορτογάλων και το 62% των Ισπανών υποστηρίζουν το ευρώ.
Σε καμία από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης δεν έχει έως τώρα διαμορφωθεί συναίνεση υπέρ της αποχώρησης από το ευρώ. Αντιθέτως, τα 3/4 του συνόλου των κατοίκων της το υποστηρίζουν. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό δημοτικότητας του ευρώ μετά το 2004 και –όπως επισημαίνουν οι Financial Times– η στατιστική αυτή καταρρίπτει την εντύπωση ότι αυξάνεται ο ευρωσκεπτικισμός σε πολλές χώρες.
Η δημοτικότητά του είναι δικαιολογημένη δεδομένου ότι στα 20 χρόνια από την εισαγωγή του στις χρηματαγορές το ευρώ έχει εξελιχθεί στο δεύτερο σημαντικό νόμισμα στον κόσμο μετά το δολάριο. Αντιπροσωπεύει το 36% των παγκόσμιων πληρωμών και το 20% των συναλλαγματικών διαθεσίμων όλων των κεντρικών τραπεζών. Η δημιουργία του ενίσχυσε τις ροές κεφαλαίων ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, αυξήθηκε ο διατραπεζικός δανεισμός στην Ευρωζώνης, όπως επίσης και ο δανεισμός από τράπεζες μιας χώρας-μέλους προς τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις άλλων χωρών-μελών.
Παράλληλα, όμως, στη διάρκεια ζωής του ευρώ όχι μόνον δεν έχουν γεφυρωθεί αλλά έχουν διευρυνθεί οι ανισότητες ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Σε πρόσφατη μελέτη του o Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του ευρωπαϊκού οικονομικού ινστιτούτου CEPS, επισημαίνει ότι τα νεότερα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη τείνουν να συγκλίνουν με τα παλαιότερα σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι «από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης ο Βορράς της Ευρωζώνης έχει αποκλίνει από τον Νότο της». Και οι αποκλίσεις αυτές αφορούν δείκτες όπως οι πραγματικοί μισθοί, οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα.
Σύμφωνα μάλιστα με τον ΟΟΣΑ, μόλις πριν από ένα χρόνο η παραγωγικότητα ενός εργαζομένου στη Γερμανία ή στο Βέλγιο ήταν περίπου διπλάσια από εκείνη ενός εργαζομένου στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία. Το ίδιο ακριβώς έχει επισημάνει και το ΔΝΤ σε πρόσφατη μελέτη του, στην οποία τονίζει πως «όσες χώρες είχαν αρχικά χαμηλή παραγωγικότητα εξακολουθούν να έχουν χαμηλή παραγωγικότητα και γνώρισαν ραγδαία ύφεση τα τελευταία χρόνια».
Την ολοκλήρωση της ΟΝΕ συστήνουν πέντε πρόεδροι
Το ευρώ και η στενή οικονομική συνεργασία που αυτό προϋποθέτει έχει εξελιχθεί και έχει υπερβεί τις προκλήσεις που βρέθηκαν στον δρόμο του. Εχει διανύσει πολύ δρόμο από τη δημιουργία του και από τη στιγμή που εκδηλώθηκε η κρίση υπέστη μεταβολές που μας βοήθησαν να αφήσουμε πίσω μας τις δυσκολίες. Το έργο αυτό, όμως, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και θα χρειαστούν συνεχείς προσπάθειες για τη μεταρρύθμισή του τόσο στις καλές όσο και στις κακές εποχές. Δεν πρέπει να επικρατούν αμφιβολίες ως προς το αν έχουμε την πολιτική βούληση να ενισχύσουμε την ΟΝΕ. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όσα μπορεί να μας φέρει το μέλλον, το οφείλουμε στους πολίτες των χωρών μας.
Προσπάθειες για την ενίσχυση της Ευρωζώνης, αλλά και κίνδυνοι
Από τη γέννηση του ευρώ και προπαντός μετά την εκδήλωση της κρίσης χρέους, οι χώρες-μέλη του ευρώ έχουν καταβάλει προσπάθειες για να βελτιώσουν τη δομή της Ευρωζώνης και να ενισχύσουν την αντοχή του ευρώ στις κρίσεις. Μεταξύ άλλων, έχουν επιχειρήσει να προχωρήσουν στην τραπεζική ένωση και τη δημιουργία ενιαίας αγοράς κεφαλαίων, που θα ήταν ίσως τα μεγαλύτερα βήματα προς την ολοκλήρωση της ΟΝΕ και την ενίσχυσή της. Παραμένουν, όμως, και οι δύο αυτές προσπάθειες ανολοκλήρωτες.
Ελλείψει βαθύτερης ενοποίησης οι μικρότερες τράπεζες χωρών-μελών της Ευρωζώνης παραμένουν εκτεθειμένες στην οικονομία της χώρας-μέλους και σε περίπτωση κρίσης τείνουν να μειώνουν τον δανεισμό υπονομεύοντας την ανάκαμψη. Οπως επισήμανε προ μηνών ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, «όταν υπάρχουν διασυνοριακές τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε όλες τις πλευρές της Ευρωζώνης, μπορούν να εξισορροπούν τις ζημίες που εμφανίζουν όπου υπάρχει ύφεση με τα κέρδη από μια ευημερούσα περιοχή και έτσι να εξακολουθούν να παρέχουν πιστώσεις». Προκειμένου για την εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, οι Βρυξέλλες προτείνουν τη μετατροπή του μόνιμου μηχανισμού στήριξης (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και τη θέσπιση υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Οπως επισήμανε προ μηνών ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, «όταν υπάρχουν διασυνοριακές τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε όλες τις πλευρές της Ευρωζώνης, μπορούν να εξισορροπούν τις ζημίες που εμφανίζουν όπου υπάρχει ύφεση με τα κέρδη από μια ευημερούσα περιοχή και έτσι να εξακολουθούν να παρέχουν πιστώσεις».
Στο μεταξύ, όμως, κίνδυνοι πολιτικής φύσης μπορούν να υπονομεύσουν την ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Οπως επισημαίνουν οι Financial Times, η πολιτική αβεβαιότητα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Ευρωζώνης εξελίσσεται σε καίριο αποσταθεροποιητικό παράγοντα. Σύμφωνα με την πλειονότητα των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση της βρετανικής εφημερίδας, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα μειωθεί το 2019 κατά 1 έως 1,8%. Είναι ορατός ο κίνδυνος να επιδεινωθεί δραματικά το εξωτερικό περιβάλλον εξαιτίας του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου που μπορεί να καταφέρει καίριο πλήγμα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, τη Γερμανία. Ο Φλόριαν Χένσε, οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg, εντοπίζει τους κινδύνους στην πολιτική κατάσταση και συγκεκριμένα στην έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία.
Παράλληλα, ο Γεργκ Κρέμερ, οικονομολόγος της Commerzbank, προβλέπει πως «επίκειται μία δεκαετία αντιστροφής της παγκοσμιοποίησης» που θα πλήξει καίρια την ανάπτυξη της Ευρωζώνης επειδή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές. Πέραν όλων αυτών, υπάρχει μία άλλη παράμετρος που μπορεί να λειτουργεί αρνητικά στην Ευρωζώνη. Οπως επισημαίνει η Wall Street Journal, η Ευρώπη αποτελείται από κράτη έθνη με διαφορετικές παραδόσεις και πολιτικές και δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση ανάμεσα στην κοινή γνώμη των χωρών αυτών για πραγματική πολιτική και οικονομική ενοποίηση ανάμεσά τους.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή