Ο Τζέιμς Ντάγκλας Μόρισον υπήρξε ένας από τους πιο χαρισματικούς πρεσβευτές της ροκ μουσικής. Τα τραγούδια του με τη θρυλική μπάντα «The Doors» έχουν μείνει ανεξίτηλα στο χρόνο, όμως πάνω από όλα στη συνείδηση των θαυμαστών του έχει μείνει ως ένας από τους μεγαλύτερους και επιδραστικότερους ποιητές.
Η ζωή του όλη ήταν ένα μυστήριο. Ακόμα και ο θάνατός του μόλις στα 27 του χρόνια. Παρά το σύντομο βίο του, πρόλαβε να αφήσει μεγάλη παρακαταθήκη στη ροκ μουσική και η αγάπη του για την ποίηση συντροφεύει κάθε γενιά…
Τα πρώτα χρόνια
Ο Τζιμ Μόρισον γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα στις 9 Δεκεμβρίου του 1943 από τον ναύαρχο Τζορτζ Στίβεν και την Κλάρα Κλαρκ. Η καταγωγή του ήταν σκωτσέζικη και ιρλανδική. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Τζιμ μεγάλωσε με τη μητέρα του και τους γονείς του πατέρα του, αφού ο τελευταίος λόγω της θέσης του, επέστρεψε στο μέτωπο του Ειρηνικού για όλη του διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1946 μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε οριστικά στην οικογένειά του και έναν χρόνο αργότερα (1947) η οικογένεια Μόρισον αυξήθηκε, με τη γέννηση της Ανν Ρόμπιν, ενώ το 1948 ήρθε στον κόσμο και ο αδελφός του Τζιμ, ο Άντριου Λι.
Τα παιδικά χρόνια του Τζιμ ήταν γεμάτα από μετακινήσεις εξαιτίας των συχνών μεταθέσεων του πατέρα του. Κατά συνέπεια η εκπαίδευση του Τζιμ διακοπτόταν καθώς αναγκαζόταν διαρκώς να αλλάζει σχολεία. Παρόλα αυτά ήταν ένα παιδί με υψηλό δείκτη νοημοσύνης (το IQ του είχε μετρηθεί στο 149), ικανό στο σχολείο με ενδιαφέρον για την ποίηση, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία μεταξύ άλλων.
Στην εφηβεία του ο Μόρισον ανακάλυψε τον Φρίντριχ Νίτσε. Οι «σκοτεινοί» ποιητές του 18ου και του 19ου αιώνα του κίνησαν το ενδιαφέρον, και ιδιαίτερα ο Βρετανός ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ, καθώς και οι Γάλλοι ποιητές Κάρολος Μποντλέρ και Αρθούρος Ρεμπώ. Οι συγγραφείς της γενιάς Μπητ, όπως ο Τζακ Κέρουακ, επηρέασαν τόσο τις απόψεις και τον τρόπο έκφρασης του Μόρισον. Ομοίως, βρήκε ενδιαφέροντα τα γραπτά του Γάλλου συγγραφέα Σελίν.
Ο Μόρισον επηρεασμένος από όλους αυτούς τους ποιητές άρχισε να γράφει στην εφηβεία του. Αποφοίτησε από το George Washington High School στη Βιρτζίνια τον Ιούνιο του 1961. Ο πατέρας του μετατέθηκε στην Νότια Καλιφόρνια τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Ο Μόρισον πήγε να ζήσει με τους γονείς του πατέρα του στο Κλιαργουότερ στη Φλόριντα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο St. Petersburg Junior College.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα (1962-1963), το οποίο διέθετε φθηνά δίδακτρα, αλλά πάλι δεν τον ικανοποίησε αρκετά. Έτσι, μετακόμισε κοντά στο κολέγιο FSU, όπου συγκατοίκησε με τον Τζορτζ Γκριρ και εμφανίστηκε σε ένα φιλμ για τη στρατολογία στο σχολείο. Τον Ιανουάριο του 1964, χάρη στη συμβουλή ενός καθηγητή του FSU, ο μετακόμισε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, όπου ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στο UCLA, με διάκριση στον κινηματογράφο. Ο Τζιμ γύρισε δύο ταινίες κατά τη φοίτησή του στο UCLA. Η πρώτη, ονόματι «First Love», κυκλοφόρησε για πρώτη φορά χωρίς περικοπές στο τέλος του ντοκιμαντέρ για την ταινία «Obscura».
Οι σχέσεις με τους γονείς του δεν ήταν και οι καλύτερες δυνατές αφού μεγάλωσε σε ένα συντηρητικό περιβάλλον που επιβάλλει μια στρατιωτική οικογένεια. Οι γονείς του είχαν αποφασίσει να μην χρησιμοποιήσουν ποτέ σωματική βία στα παιδιά τους. Ωστόσο, εφάρμοζαν ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας και τιμωρίας, φωνάζοντας στα παιδιά και επιπλήττοντας τα μέχρι να ξεσπάσουν σε κλάματα και να παραδεχτούν τα λάθη τους.
Από τότε που ο Τζιμ αποφοίτησε από το UCLA, διέκοψε κάθε επαφή με την οικογένειά του. Μάλιστα, όταν αρκετά αργότερα έγινε γνωστός με τις επιτυχίες των Doors, είχε να επικοινωνήσει με την οικογένειά του για πολύ μεγάλο διάστημα και είχε δηλώσει πως οι γονείς και τ’ αδέλφια του ήταν νεκροί…
Η ποίηση μέσα από τους Doors
Στα φοιτητικά του χρόνια στο Λος Άντζελες γεννήθηκε η ιδέα της ίδρυσης μιας μπάντας, μέσω της οποίας ο Τζιμ θα έκανε ευρέως γνωστά τα ποιήματά του στο κοινό. Στις 8 Ιουλίου του 1965 μαζί με τον συμφοιτητή του Ρέι Μάνζαρεκ, σε μια συνάντηση που είχαν στην παραλία του Βένις στο Λος Άντζελες αποφάσισαν να δημιουργήσουν τους «Doors». Το όνομά τους προέρχεται από το μυθιστόρημα «Οι Πύλες της Ενόρασης» του Άλντους Χάξλεϋ. Λίγο αργότερα ενσωματώθηκαν ο ντράμερ Τζον Ντένσμορ και ο κιθαρίστας Ρόμπι Κρίγκερ.
Το συγκρότημα κυκλοφόρησε έξι άλμπουμ μέχρι το 1971 που διαλύθηκε εξαιτίας του θανάτου του Τζιμ Μόρισον. Πρόκειται για τα «The Doors» (1967), «Strange Days» (1967), «Waiting for the Sun» (1968), «The Soft Parade» (1969), «Morrison Hotel» (1970), «L.A. Woman» (1971) τα οποία περιλαμβάνουν μεγάλες επιτυχίες.
Οι εμφανίσεις των «Doors» ήταν σχεδόν πάντα επεισοδιακές λόγω της εκκεντρικότητας του Μόρισον αλλά και της εξάρτησής του από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Συχνά είχαν μπελάδες με το νόμο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την σύλληψη του Μόρισον τον Δεκέμβριο του 1967 στη «New Haven Arena» του Κονέκτικατ.
Ένας αστυνομικός χτύπησε τον Μόρισον ενώ αυτός βρισκόταν με μία θαυμάστρια της μπάντας στα παρασκήνια. Κατά το τελευταίο κομμάτι (Back Door Man) του live, ο Μόρισον περιέγραψε το επεισόδιο στο κοινό κάνοντας σαρκαστικά σχόλια για τους αστυνομικούς που είχαν κυκλώσει τη σκηνή.
Μέσα σε λίγα λεπτά, ο τραγουδιστής συνελήφθη με βίαιο τρόπο με τους οπαδούς τους να διαμαρτύρονται με αποτέλεσμα να γίνουν αρκετές συλλήψεις. Οι κατηγορίες εναντίον του Μόρισον ήταν διατάραξη κοινής ησυχίας, αντίσταση κατά της αρχής και ανήθικη επίδειξη. Ογδόντα οπαδοί των Doors διαμαρτύρονταν έξω από το αστυνομικό τμήμα και τελικά ο Μόρισον αφέθηκε ελεύθερος στις δύο τα μεσάνυχτα με εγγύηση 1.500 δολαρίων.
Η αγάπη του για τις γυναίκες και η Παμ
Η ποίηση και τα τραγούδια του Τζιμ Μόρισον μιλούσαν για σεξ σε μια εποχή που κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει για σεξ. Ο ίδιος αποτελούσε σεξ σύμβολο της εποχής με τις γυναίκες της εποχής του να τρελαίνονται γι αυτόν. Έκανε συχνά σεξ με θαυμάστριες και είχε πολλές σύντομες σχέσεις με διασημότητες, όπως τη Νίκο, τραγουδίστρια των Βέλβετ Αντεργκράουντ. Για μια νύχτα ήταν με την Γκρέις Σλικ των «Jefferson Airplane», και από καιρό σε καιρό με την Γκλόρια Στέιβερς, αρχισυντάκτρια του περιοδικού 16. Επίσης είχε μια συνάντηση με την Τζάνις Τζόπλιν, ενώ ήταν κι οι δυο μεθυσμένοι. Η Τζούντυ Χάντλστον αναπολεί τη σχέση της με τον Μόρισον στο βιβλίο της «Ζώντας και πεθαίνοντας με τον Τζιμ Μόρισον». Τον καιρό του θανάτου του, εκκρεμούσαν 20 αγωγές πατρότητας εναντίον του, παρότι κανένας από τους ενάγοντες δεν διεκδίκησε μέρος της περιουσίας, και η μόνη περίπτωση όπου κάποιος δήλωσε δημόσια ότι ήταν παιδί του Μόρισον αποδείχτηκε απάτη.
Ωστόσο, η γυναίκα που τον σημάδεψε και τον συντρόφευσε ως το τέλος της ζωής του ήταν η Πάμελα Κούρσον με την οποία δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Με την Παμ γνωρίστηκαν πολύ πριν κερδίσει δόξα και χρήματα και εκείνη ήταν που τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την γραφή και την ποίηση. Η σχέση του Μόρισον και της Κούρσον ήταν θυελλώδης, με συχνούς τσακωμούς και περιόδους χωρισμού. Ο βιογράφος Ντάνυ Σάγκερμαν έχει υποθέσει ότι μέρος των δυσκολιών που είχαν μπορεί να προερχόταν από τη σύγκρουση ανάμεσα στο γεγονός ότι ήθελαν μια ελεύθερη σχέση και τις συνέπειες που είχε η ζωή σε μια τέτοια σχέση.
Ο θάνατος και το μυστήριο γύρω από αυτόν
Το 1971 ο Μόρισον αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αμερική μαζί με τη σύντροφό του Παμ, προκειμένου να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά και να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη, την ποίηση. Μετακόμισε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι, ωστόσο δεν κατάφερε να ξορκίσει τους δαίμονες και πάθη του.
Ήταν όμως τόσο εξοικειωμένος με την έννοια του θανάτου… Τον είχε ανακαλύψει σε ηλικία 6 ετών, σε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή του, το 1949 κατά την διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής στο Νέο Μεξικό. Ο ίδιος περιγράφει: «Είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο… εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου. Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που είδα ήταν παράξενη κόκκινη μπογιά και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε, γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις των ανθρώπων γύρω μου, και έτσι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο… και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών ινδιάνων — ίσως μια ή δύο απ’ αυτές — έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω».
Ο θάνατος δεν άργησε να τον βρει και να του χτυπήσει την πόρτα. Ήρθε ξαφνικά στις 3 Ιουλίου του 1971. Ήταν μόλις 27 ετών, όμως είχε προλάβει να ζήσει τόσα… Η αιτία ήταν καρδιακή ανακοπή. Βρέθηκε νεκρός στη μπανιέρα του από την Πάμελα. Λόγω του ότι στο σώμα του δεν βρέθηκαν τραυματισμοί που να υποδεικνύουν είτε αυτοτραυματισμό/αυτοκτονία είτε εγκληματική ενέργεια, δεν πραγματοποιήθηκε αυτοψία από τον ιατροδικαστή. Ωστόσο, το ότι οι φανατικοί θαυμαστές του δεν είδαν το σώμα του και η απουσία αυτοψίας έδωσε λαβή για πολλές εικασίες σχετικά με την αιτία θανάτου.
Ο Ντάνυ Σάγκερμαν διηγείται ότι όταν η Παμ επέστρεψε στις ΗΠΑ, του είπε ότι ο Τζιμ είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, την οποία είχε εισπνεύσει νομίζοντας πως είναι κοκαΐνη. Ο Σάγκερμαν σημειώνει ότι η Παμ έδινε διαφορετικές εκδοχές του θανάτου κατά καιρούς, τη μια λέγοντας ότι εκείνη τον είχε σκοτώσει και την άλλη ότι ο θάνατός του ήταν λάθος της. Η ιστορία με την αθέλητη λήψη ηρωίνης υποστηρίζεται από τη διήγηση του Αλέν Ρονέ, που έκανε παρέα με το ζευγάρι στο Παρίσι. Ο Ρονέ είχε γράψει ότι ο Μόρισον πέθανε από αιμορραγία αφού εισέπνευσε ηρωίνη της Παμ κι ότι εκείνη άθελά της αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τον να πεθάνει αντί να καλέσει για ιατρική βοήθεια. Ωστόσο, η πραγματική αιτία θανάτου του είναι η καρδιακή ανακοπή που προκλήθηκε από την χρόνια εξάρτησή του από τα ναρκωτικά σε συνδυασμό με το άσθμα του.
Η ταφή του έγινε στο στο νεκροταφείο «Pere Lachaise» στο Παρίσι. Πάνω στον τάφο του υπάρχει η ελληνική επιγραφή «Κατά τον δαίμονα εαυτού». Γράφτηκε με προτροπή της οικογένειάς του, η οποία μετά τον θάνατό του αποδέχθηκε την στάση ζωής του. Πρόκειται για μια αρχαιοελληνική φράση που σημαίνει «πράττω σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου θεωρεί σωστό». Μετά τον θάνατό του ο πατέρας του που ήταν λάτρης των αρχαίων ελληνικών, ζήτησε να βάλουν αυτή την φράση εννοώντας ότι ο γιος του έπραττε στη σύντομη ζωή του πάντα σύμφωνα με ότι υπαγόρευε η συνείδησή του, ο «προσωπικός του θεός» και όχι σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας…
This is the end, beautiful friend
This is the end, my only friend, the end
Of our elaborate plans, the end
Of everything that stands, the end…