Ποιοι είναι οι δικαιούχοι και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούν.
Αισθητή πτώση παρουσιάζει το τελευταίο χρονικό διάστημα η τιμή του αργού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές (χθες το Brend έπεσε στα 58 δολάρια το βαρέλι) συμπαρασύροντας σε πτώση και τις λιανικές τιμές διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης το οποίο από τα υψηλά του Οκτωβρίου έφτασε να διατίθεται σε αρκετές περιοχές της Αττικής κάτω από το ένα ευρώ/λίτρο (0,95 λεπτά/λίτρο).
Την ερχόμενη εβδομάδα το υπουργείο Οικονομικών αναμένεται να καταθέσει τροπολογία στη Βουλή με την οποία θα καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης για τη σεζόν 2018-2019 σε περίπου 300.000 δικαιούχους.
Μάλιστα, όπως ανέφερε η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου, η κυβέρνηση προτίθεται να χορηγήσει έως το τέλος του χρόνου πρόσθετο κονδύλι 15 εκατομμυρίων ευρώ ως συμπληρωματική ενίσχυση σε όσους δικαιούχους έλαβαν πέρυσι επίδομα θέρμανσης. Το χρηματικό ποσό που θα επιμεριστεί σε κάθε δικαιούχο, ανάλογα σε ποια από τις τέσσερις γεωγραφικές ζώνες της Επικράτειας διαμένει, θα πιστωθεί στον τραπεζικό του λογαριασμό, έως το τέλος του χρόνου, χωρίς ο ίδιος να χρειαστεί να υποβάλλει αίτηση στο taxis.
Όσον αφορά τη φετινή χειμερινή σεζόν (2018-2019) η τροπολογία που θα κατατεθεί στη Βουλή θα προβλέπει κονδύλι άνω των 50 εκατ. ευρώ το οποίο θα διατεθεί στους δικαιούχους με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ίσχυσαν και πέρυσι.
Η καταβολή των ποσών που θα αναλογεί στον κάθε δικαιούχο θα γίνει μετά την υποβολή των αιτήσεων από τους ενδιαφερομένους στην ηλεκτρονική εφαρμογή του taxis “Επίδομα πετρελαίου θέρμανσης” όταν αυτή ανοίξει.
Η πρώτη δόση του επιδόματος θα καταβληθεί έως τα τέλη Ιανουαρίου του 2019 και η δεύτερη έως τα τέλη Ιουνίου. Σύμφωνα με πληροφορίες η ενίσχυση ανά λίτρο πετρελαίου θέρμανσης εκτιμάται στα 15-20 λεπτά, ενώ τα ποσά του επιδόματος θα κυμαίνονται ανάλογα με τη γεωγραφική ζώνη. Tα μεγαλύτερα ποσά θα εισπράξουν, όπως κάθε χρόνο, όσοι δικαιούχοι διαμένουν σε ορεινές και ψυχρές περιοχές (Α και Β γεωγραφική ζώνη), καθώς στις περιοχές αυτές οι ανάγκες για την αντιμετώπιση του χειμώνα (από πλευράς χρονικών διαστημάτων και έντασης του ψύχους) είναι πολύ μεγαλύτερες.