Γεννήθηκε ως Τζόνι Αλεν Χέντριξ στο Σιάτλ στις 27 Νοεμβρίου 1942. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας του Αλ Χέντριξ αλλάζει το όνομα του γιου του σε Τζέιμς Μάρσαλ και το νεαρό αγόρι γίνεται γνωστό στη γειτονιά του με το υποκοριστικό Τζίμι. Στα εννιά του χρόνια, οι γονείς του χωρίζουν και ο νεαρός Τζίμι ζει για μεγάλο διάστημα με τη γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, που ήταν κατά το ήμισυ ινδιάνα Τσερόκι.
Στα 14 χρόνια του αποκτά την πρώτη του κιθάρα, που τη βρίσκει πεταμένη στα σκουπίδια και έχει μόνο μία χορδή. Του αρέσει να την κρεμά πίσω από την πλάτη του, όπως ο μοναχικός ήρωας του γουέστερν «Τζόνι Γκιτάρ». Ο νεαρός Χέντριξ θαυμάζει τον Έλβις Πρίσλεϊ και τον Λιτλ Ρίτσαρντ και ακούει μανιωδώς δίσκους του Μάντι Γουότερς και του Λάιτνινγκ Χόπκινς.
Στα 16 του χρόνια, ο Αλ του αγοράζει μια ηλεκτρική κιθάρα και ο νεαρός Τζίμι αρχίζει τη μεγάλη περιπέτειά του με το όργανο αυτό. Συμμετέχει σε πολλά τοπικά γκρουπάκια και τραβά αμέσως την προσοχή με το αστραφτερό του στυλ, αλλά και για το γεγονός ότι ως αριστερόχειρας παίζει με δεξιόχειρη κιθάρα.
Έχοντας μπλεχτεί σε μια κλοπή αυτοκινήτου, ο νεαρός Τζίμι ανταλλάσσει μια διετή ποινή φυλάκισης για μια ισόχρονη θητεία στο στρατό. Εκεί, γνωρίζεται με τον μπασίστα Μπίλι Κοξ και αναπτύσσουν μία δυνατή φιλία. Η θητεία του διαρκεί λιγότερο από ένα χρόνο, καθώς απολύεται λόγω κακής διαγωγής, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η απόλυσή του οφειλόταν σ’ ένα σπασμένο αστράγαλο, κατά τη διάρκεια μιας πτώσης του με αλεξίπτωτο. Στο Βιετνάμ δεν πήγε να πολεμήσει, όπως είχε εκφράσει την επιθυμία, αλλά τα τραγούδια του σιγοτραγουδιόνταν στα χείλη των φαντάρων.
Το Νοέμβριο του 1962 μπαίνει για πρώτη φορά σε στούντιο στο Νάσβιλ του Τενεσί. Παραμένει για ένα χρόνο στην περιοχή και συνεργάζεται με μουσικούς του ριδμ εν μπλουζ, όπως ο Σαμ Κουκ και ο Τζάκι Γουίλσον. Τον Ιανουάριο του 1964 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο μήνα κερδίζει ένα διαγωνισμό στο θέατρο «Apollo» για ερασιτέχνες μουσικούς. Στη συνέχεια συνεργάζεται με σπουδαία ονόματα, όπως οι Isley Brothers, ο Curtis Knight και το ίνδαλμά του Λιτλ Ρίτσαρντ, μία συνεργασία με πολλά προβλήματα.
To 1966 σχηματίζει το δικό του γκρουπ, τους «Jimmy James and the Blues Flames» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη γνωρίζει τον Φρανκ Ζάππα, ο οποίος του μιλά για το «πεταλάκι» wah-wah, που μόλις είχε ανακαλυφθεί. Ο Χέντριξ το ενσωματώνει στην κιθαριστική του παλέτα, μαζί με την «παραμόρφωση» και την «ανάδραση» (feedback). Από τότε θα γίνει ο αναμφισβήτητος μετρ των μουσικών εφέ.
Η καριέρα του θα πάρει την ανιούσα, όταν τον ανακαλύπτει ο Τσας Τσάντλερ, ο πρώην μπασίστας των «Animals», που ακολουθεί καριέρα παραγωγού εκείνη την περίοδο. Τον πείθει να εγκαταλείψει την Αμερική και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Γίνεται ο μάνατζέρ του και τον βοηθά να σχηματίσει το γκρουπ «The Jimi Hendrix Experience», με τον Νόελ Ρέντιγκ στο μπάσο και τον Μιτς Μίτσελ στα ντραμς. Παίζουν σε μικρά κλαμπ της βρετανικής πρωτεύουσας και γρήγορα δημιουργούν αίσθηση, με τη δεξιοτεχνία του Χέντριξ στην κιθάρα και το σόου, που προσφέρει στο κοινό. Υπογράφουν στην Track Records, δισκογραφική εταιρεία των Who, και ηχογραφούν τρία σινγκλ, που όλα μπαίνουν στο Top-10: «Hey Joe», «The Wind Cries Mary» και το εμβληματικό Purple Haze, με τις παραμορφωμένες κιθάρες, που επηρέασε όσο λίγα τραγούδια τη ροκ συνθετική των επόμενων χρόνων.
Στις 12 Μαίου 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ, με τίτλο «Are you experienced», που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Μόνο το αριστουργηματικό «Sgt Peppers» των Beatles τού στέκεται εμπόδιο από το Νο1 του βρετανικού πίνακα των επιτυχιών. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 31 Μαΐου θα βάλει για πρώτη φορά φωτιά επί σκηνής σε μια κιθάρα. Τη μανία του αυτή θα πληρώσουν στη συνέχεια ενισχυτές και άλλα μηχανήματα, μέχρις ότου οι διοργανωτές θα αποφασίσουν να του βάλουν φρένο. Αλλά αυτό θα αποτελέσει μέρος του σόου του Χέντριξ τα επόμενα χρόνια.
Το καλοκαίρι του 1967 τον γνωρίζει επιτέλους και η πατρίδα του μέσα από το περίφημο Φεστιβάλ του Μοντερέι. Ο ροκ σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μπενεμπέικερ απαθανάτισε το σπάσιμο και κάψιμο της κιθάρας στο φινάλε της παράστασής του, στην ταινία του «Monterey Pop».
Το 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του, με τίτλο «Axis as bold». Ακολουθεί τα χνάρια του πρώτου του άλμπουμ, αλλά είναι πιο μελωδικό και τεχνικά ώριμο. Το 1968 κυκλοφορεί το τρίτο του άλμπουμ «Electric Ladyland», το πρώτο που φέρει ολοκληρωτικά τη μουσική του σφραγίδα. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, ο Τσας Τσάντλερ απογοητευμένος από την τελειοθηρία του Χέντρικς αποφασίζει να διακόψει τις επαγγελματικές του σχέσεις μαζί του. Ο Τσάντλερ, σε αντίθεση με τον Χέντριξ, ήθελε λίγες ώρες στο στούντιο και γρήγορη διεκπεραίωση των κομματιών και όχι να ηχογραφείται ένα κομμάτι 43 φορές, όπως έγινε με το «Gypsy Eyes».
Ο Τζίμι άρχισε τότε να πειραματίζεται με διαφορετικές ομάδες μουσικών, να χρησιμοποιεί νέα όργανα και ηλεκτρονικά εφέ. Τα τραγούδια του δεν είχαν τη φόρμα ενός ποπ κομματιού, είχαν μεγαλύτερη διάρκεια, μη αναγνωρίσιμη μελωδία και πολλά σόλο. Χαρακτηριστικά κομμάτια του δίσκου είναι το «Voodoo Child» και η αγνώριστη διασκευή «All along the Watchtower» του Μπομπ Ντίλαν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη μουσική του «γήινη» για τις μπλουζ, τζαζ και φανκ καταβολές της και «διαστημική» για τους ψυχεδελικούς ήχους, που δημιουργούσε με την ηλεκτρική κιθάρα του.
Το 1968 ο μπασίστας Νόελ Ρέντιγκ αποχωρεί από το συγκρότημα, επειδή ήθελε να αφοσιωθεί στην κιθάρα. Σχηματίζει το συγκρότημα «Fat Mattress» και συχνά ανοίγει τις συναυλίες του Χέντριξ.
Στις 3 Μαίου του 1969 ο Χέντριξ συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τορόντο για κατοχή ναρκωτικών. Στις αποσκευές του βρέθηκαν μικροποσότητες ηρωίνης και χασίς και στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι τα ναρκωτικά τού τα έβαλε κάποιος από τους οπαδούς του. Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του και τον αθώωσε. Πάντως, ήταν τοις πάσι γνωστό ότι ο Χέντριξ φλέρταρε έντονα με τα ναρκωτικά.
Ο Τζίμι Χέντριξ, παρά τη φήμη του, έπεφτε συχνά θύμα ρατσιστικών επιθέσεων, τόσο από τους λευκούς (πράγμα συνηθισμένο για την εποχή εκείνη) όσο και από τους αφροαμερικανούς. Οι ομόφυλοί του συχνά τον κατηγορούσαν ότι παίζει «λευκή μουσική», συνεργάζεται με λευκούς μουσικούς και ερωτεύεται λευκές γυναίκες. Οι πολιτικές του θέσεις ήταν αμφιλεγόμενες. Στην Αμερική συντασσόταν με το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, στην Ευρώπη εκνευριζόταν όταν έβλεπε τους διαδηλωτές να καταφέρονται κατά της πατρίδας του.
Στις 29 Ιουνίου 1968 οι «Experience» διαλύονται και στη θέση τους σχηματίζονται οι «Gypsy Sun and Rainbows». Η μόνη αλλαγή είναι ο παλιός του γνώριμος Μπίλι Κοξ στο μπάσο. Με τη σύνθεση αυτή εμφανίζονται ως πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ του Γούντστοκ (18 Αυγούστου 1969) και κλέβουν την παράσταση με την εικονοκλαστική διασκευή του Εθνικού Ύμνου των ΗΠΑ «Star Spangled Banner».
Οι «Gypsy Sun and Rainbows» διαλύονται μετά το Γούντσοκ και ο Χέντριξ σχηματίζει ένα νέο τρίο τους «Band of Gypsies», με τον ίδιο στις κιθάρες, τον Μπίλι Κοξ στο μπάσο και τον Μπάντι Μάιλς στα ντραμς. Το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα λάιβ άλμπουμ το 1970 με τίτλο το όνομά τους, στο οποίο περιέχεται το εκρηκτικό δωδεκάλεπτο αντιπολεμικό έπος «Machine Gun».
Ο Χέντριξ συνέχισε να ηχογραφεί με καταιγιστικούς ρυθμούς και το καλοκαίρι του 1970 πραγματοποιεί την τελευταία του περιοδεία στην Ευρώπη. Νωρίς το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου ο Τζίμι Χέντριξ βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Ο σπουδαίος κιθαρίστας πέθανε κάτω από συνθήκες που δεν έχουν διευκρινιστεί απόλυτα μέχρι σήμερα. Το τελευταίο βράδυ της ζωής του το πέρασε με τη γερμανίδα φίλη του Μόνικα Ντάνεμαν και πιθανώς πέθανε από ένα θανατηφόρο συνδυασμό αλκοόλ και υπνωτικών χαπιών. Ένα μελαγχολικό ποίημα που βρέθηκε δίπλα στο κρεβάτι του έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι αυτοκτόνησε.
Ο Χέντριξ με τις αμέτρητες σχέσεις, άφησε πίσω του δύο παιδιά, την Ταμίκα (1966) από τον δεσμό του με την αμερικανίδα Νταϊάν Κάρπεντερ και τον Τζεϊμς (1969) από τον δεσμό του με τη σουηδέζα Εύα Σούντκβιστ. Ο ίδιος δεν τα αναγνώρισε εν ζωή, το έπραξε, όμως, αργότερα ο πατέρας του Αλ, ο οποίος ήταν διαχειριστής της κληρονομιάς του.
Ο Χέντριξ άφησε πίσω του και αμέτρητες ώρες ηχογραφημένου υλικού, μεταξύ των οποίων πολλά τραγούδια σε διάφορα στάδια παραγωγής. Τα νομικά προβλήματα που υπάρχουν ακόμη και σήμερα καθιστούν περίπλοκη και μπερδεμένη τη μεταθανάτια δισκογραφία του.
Πηγή: sansimera.gr