Ο Στιβ Μακ Κουίν είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους σκηνοθέτες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στη παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία. Το μεγάλο του προσόν, αυτό που τον κάνει να είναι ένα αληθινά πρωτοκλασσάτο όνομα του σύγχρονου σινεμά και σε αναγκάζει να θες να παρατηρείς κάθε νέα του δημιουργία, είναι η γκάμα που έχει ως προς τα κινηματογραφικά είδη που δραστηριοποιείται.
Από το βίαιο και υπερπολιτικοποιημένο ντεμπούτο του με το όνομα «Ηunger» μέχρι το αριστουργηματικό, υπαρξιακό δράμα με το όνομα «Shame» και από εκεί στο μεγάλο του «hit», το αντιρατσιστικό «12 χρόνια σκλάβος», ο Μακ Κουίν έχει αποδείξει ότι έχει το χάρισμα να μεταπηδά από το ένα είδος στο άλλο δημιουργώντας εξίσου καλές ταινίες. Η είδηση πως η τέταρτη ταινία του Μακ Κουίν, η οποία και έκανε χθες πρεμιέρα στα σινεμά της Ελλάδας, θα προερχόταν από τον χώρο του crime drama δημιουργούσε μεγάλες προσδοκίες και δικαίως.
Όταν έγινε γνωστή και η υπόθεση οι συνειρμοί με το «Ocean’s 8» έγιναν αυτόματα: θα βλέπαμε ένα γυναικείο heist movie με τη διαφορά ότι η παρουσία του Μακ Κουίν ήταν η εγγύηση πως αυτό το γυναικείο heist movie θα ήταν μια σοβαρή προσέγγιση και όχι μια ξεπέτα. Τρεις γυναίκες επικίνδυνων ληστών μένουν χήρες όταν μια δουλειά των τελευταίων πηγαίνει στραβά και οι αυτοί σκοτώνονται. Τα χρέη πνίγουν τις τρεις γυναίκες και φυσικά, τα χρέη τέτοιων ανδρών δεν είναι τα τυπικά: οι τρεις ηρωίδες βρίσκονται εκτεθειμένες στον υπόκοσμο του Σικάγο. Πρέπει λοιπόν να φέρουν εις πέρας την επόμενη προγραμματισμένη ληστεία των ανδρών τους για να ξεχρεώσουν. Θα τα καταφέρουν;
Η Βιόλα Ντέιβις στον ρόλο της αυτονόητης επικεφαλής της ad hoc ομάδας που φτιάχνεται δίνει ερμηνευτικά ρέστα και κλέβει με ευκολία την παράσταση από τον Λιαμ Νίσον, που με τη σειρά του υποδύεται τον αρχηγό της διαλυμένης πλέον σπείρας και την παρουσία του οποίου γνωρίζουμε κατά βάση μέσα από flash backs. Μεγάλη ερμηνεία δίνει και ο Κόλιν Φάρελ ως τοπικός πολιτικός και κατ’ επέκταση δομικό γρανάζι στην «βρώμικη» ιεραρχεία της πόλης, που ξεκινάει από τα πολιτικά αλισβερίσια της διαφθοράς του δημαρχείου για να φτάσει μέχρι την βάση του υποκόσμου, το εμπόριο ναρκωτικών και τις ένοπλες ληστείες: για τον Μακ Κουίν είναι αδύνατο να αφηγηθείς μια ιστορία που εξελίσσεται στον υπόκοσμο του Σικάγο χωρίς να θιχτεί ταυτόχρονα ολόκληρο το ψηφιδωτό του Κεφαλαίου.
Εδώ ο Μακ Κουίν είναι φανερά επηρρεασμένος από το «Wire». Όπως και στο ιστορικό σίριαλ του Ντέιβιντ Σάιμον έτσι και στο «Widows», η εξιστόρηση μιας ιστορίας με όπλα, κακοποιούς, δολοφονίες και ληστείες είναι ανούσιο να συντελεστεί αποκομμένη από το πλέγμα οικονομίας, πολιτικής και (φυσικά) διαπροσωπικών σχέσεων. Εδώ ο Μακ Κουίν τα πηγαίνει πολύ καλά (στο μέτρο του εφικτού πάντα καθώς διαφορετικά δομείς ένα τόσο μεγαλεπήβολο πλάνο σε ένα σίριαλ 60 επεισοδιών και διαφορετικά σε μια ταινία 2,5 ωρών). Είναι όμως τόσο ενθουσιασμένος με την κοινωνική του ματιά που ξεχνάει να δώσει την ίδια βάση σε διάφορα στοιχεία της πλοκής που θα μετέτρεπαν το «Widows» από ένα καλό crime drama σε μια ταινία-τομή για το είδος (οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο υπήρχαν και ως εκ τούτο το κρίμα είναι διπλό).
Με εξαίρεση τον χαρακτήρα της Βιόλα Ντέιβις, οι υπόλοιπες γυναίκες της ομάδας δεν «χτίζονται» το ίδιο καλά με αποτέλεσμα να νιώθεις πως η ομάδα στην πραγματικότητα λειτουργεί υποστηρικτικά στην Ντέιβις και όχι επί ίσοις όροις με αυτή. Επίσης, οι κομβικές σεκάνς δράσης, αν και γυρισμένες με μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία και γεμάτες ατμόσφαιρα δεν σε καθηλώνουν με την ένταση που θα μπορούσαν να παράξουν διότι πάσχουν σεναριακά (και όσο και αν αυτή η αδυναμία τους καλύπτεται από την σκηνοθετική ικανότητα του Μακ Κουίν, συνεχίζει να βρίσκεται εκεί).
Θύμα της απόφασης του Μακ Κουίν να υποτιμήσει το αμιγώς crime στοιχείο της ταινίας σε σεναριακό επίπεδο πέφτει και το έξυπνο κατά τα άλλα twist της ιστορίας, που αν και πετυχαίνει να αναζοπυρώσει το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος, δίνει επίσης την εντύπωση πως έχει μείνει μια πολύ καλή πλην αδούλευτη ιδέα.
Ακόμα και έτσι βέβαια, το «Widows» είναι ένα πολύ καλό μάθημα για πολλούς σύγχρονους σκηνοθέτες όσον αφορά το πως μπορείς να μιλήσεις για την διαδικασία της γυναικείας χειραφέτησης -θεματολογία που απασχολεί όλο και πιο συχνά το Hollywood αυτή την εποχή- χωρίς να το κάνεις διεκπαιρεωτικά και βαριεστημένα απέναντι στα όσα επιτάσσει η πολιτική ορθότητα αλλά με σοβαρούς (και αληθινά) κινηματογραφικούς όρους. Οι δυο τελευταίες σεκάνς και το κλείσιμο της ταινίας είναι μια μεγάλη ικανοποίηση ως προς αυτό. Και ακριβώς επειδή τα προτερήματα του «Widows» είναι και πολλά αλλά και σημαντικά, η ευκαιρία που χάνει να μετατραπεί σε αληθινό φάρο του σύγχρονου crime μοιάζει ακόμα μεγαλύτερη.