«Φόρτσα Ρότσα…. Μπουμπλής» φώναζαν στη Λεωφόρο και αποθέωναν τον χαρισματικό παίχτη του Παναθηναϊκού. Αν και δοξάστηκε από την ομάδα που αγάπησε, πλήρωσε ακριβά την ελληνοποίησή του. Η πρώτη επαφή με την Ελλάδα έγινε το καλοκαίρι του 1975 χωρίς να υπογράψει συμβόλαιο. Ο 20χρονος πιτσιρικάς έπαιζε στη Νιούελς Ολντ Μπόις στην Αργεντινή. Εκεί τον εντόπισε ενθουσιασμένος ο απεσταλμένος του Παναθηναϊκού, Λώρης Θεοφάνης. Του ζήτησε να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να αγωνιστεί στο τριφύλλι. Του συνέστησε μάλιστα έναν Έλληνα που έμενε μόνιμα στην Αργεντινή, ο οποίος θα τον βοηθούσε στην προσαρμογή του. «Αυτός θα είναι ο αδερφός σου. Θα παίξεις σαν Έλληνας με το επίθετο Μπουμπλής», είχε δηλώσει σε συνέντευξη του στον Ηλία Τατάλα.
Η χρυσοπληρωμένη μεταγραφή του Παναθηναϊκού
Τη δεκαετία του ’70 ο κανονισμός επέτρεπε τη χρήση μόνο δύο ξένων παιχτών στις ελληνικές ομάδες. Για αυτό και οι διοικήσεις προχωρούσαν στις «ελληνοποιήσεις». Η τότε διοίκηση του Παναθηναϊκού, επί Μαντζαβελάκη, τον παράτησε σε ένα ξενοδοχείο και στη συνέχεια σε ένα άδειο σπίτι, όταν αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφού το δωμάτιο είχε μείνει απλήρωτο. Για έξι μήνες ταλαιπωρήθηκε στην Ελλάδα και επέστρεψε στην Αργεντινή. Το «κορυφαίο δεκάρι της χώρας», όπως χαρακτηρίστηκε από τον προπονητή του στην Μπόκα Τζούνιορς αποφάσισε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην Ελλάδα.
Το Δεκέμβριο του 1979 μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό, όπου έπαιξε μέχρι το τέλος της καριέρας του το 1989. Αφού πείστηκε να επιστρέψει, παρουσιάστηκε ως ομογενής με το όνομα «Μπουμπλής». Η υπόθεση του αποτέλεσε την πιο πολύκροτη ιστορία ελληνοποίησης στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Μπουμπλής ήταν γραμμένος στα μητρώα του Δήμου Αιγάλεω. Η ελληνοποίηση δεν άργησε να δημιουργήσει ενστάσεις και αμφιβολίες και να προκαλέσει τη σύγκρουση μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών και τότε φίλων, Γιώργου Βαρδινογιάννη και Σπύρου Νταϊφά.
«Δεν είναι Έλληνας ο Μπουμπλής»
Ο Ολυμπιακός πριν από ένα αγώνα κόντρα στους «πράσινους» κατέθεσε ένσταση για πλαστογραφία και παράνομη συμμετοχή του Ρότσα. Υποστήριξε ότι ο παίχτης του Παναθηναϊκού είναι Αργεντίνος και ότι τα δικαιολογητικά που κατέθεσε η ομάδα του για να τον καταχωρήσει ως Έλληνα είναι πλαστά. Το σκάνδαλο μόλις είχε ξεσπάσει. Η υπόθεση «Μπουμπλής» ήταν και μια νίκη στη μάχη των εντυπώσεων γι΄ αυτόν που θα κέρδιζε. Ο Ολυμπιακός στήριξε την καταγγελία του με έγγραφα που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες.
Η ένσταση του Ολυμπιακού για πλαστογραφία και παράνομη συμμετοχή δεν έγινε δεκτή και ο Ρότσα έπαιξε κανονικά στον αγώνα. Στην υπόθεση παρενέβη ο εισαγγελέας, Ανδρεάς Φάκος, ο οποίος σε έρευνα του εντόπισε ότι ο Μπουμπλής ήταν κανονικά γραμμένος στο δημοτολόγιο του Αιγάλεω από το 1975. Ο Ολυμπιακός κέρδισε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα και έτσι η υπόθεση ξεχάστηκε για λίγο, μέχρι να ξαναφουντώσει.
Η ακύρωση του δελτίου και η αποχή από τα γήπεδα
«Γκρινιάζουν γιατί θα τους…καρφώνει σε κάθε ματς», είχε πει ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Η δήλωση του δικαιώθηκε στη νίκη του Παναθηναϊκού επί του Ολυμπιακού στο ντέρμπι του Κυπέλλου τον Ιανουάριο του 1982. Ο Παναθηναϊκός ανέτρεψε το 0-2 και επικράτησε στην παράταση με 3-2 με τον Ολυμπιακό να διαμαρτύρεται για το γκολ που ακυρώθηκε στο 0-2 και για τα τρία πέναλτι που είχε κερδίσει ο Παναθηναϊκός. Ο θρίαμβος του Παναθηναϊκού ήταν η αφορμή να ξαναζωντανέψει η υπόθεση και να πάρει τον δρόμο των δικαστηρίων. Ο πρόεδρος του Ολυμπιακού προχώρησε σε ποινική δίωξη εναντίον του Μπουμπλή. Στο δικαστήριο αποδείχθηκε ότι το έγγραφο από την Αργεντινή ήταν πλαστό και ο παίκτης δεν είχε καμία συγγένεια με τον δημότη Αιγάλεω Γιάννη Μπουμπλή. Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επίλυσης Αθλητικών Διαφορών ακύρωσε το δελτίο του ποδοσφαιριστή.
Η απώλεια του Ρότσα και το κλίμα που δημιουργήθηκε επηρέασαν αρνητικά τον Παναθηναϊκό. Η ομάδα των πρασίνων από πρωτοπόρα στο πρωτάθλημα κατέληξε δεύτερη. Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση του Μπουμπλή, οι δύο αιώνιοι ισοβάθμισαν στην κορυφή του πρωταθλήματος και οδηγήθηκαν στο «μπαράζ του Βόλου». Η απουσία του Μπουμπλή ήταν αισθητή και η ήττα της ομάδας του επιδείνωσε ακόμη περισσότερο το αρνητικό κλίμα.
Ο Μπουμπλής πλήρωσε χωρίς να φταίει
Το Συμβούλιο της Επικρατείας στις 29 Σεπτεμβρίου 1982 αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια του Χουάν Ραμόν Μπουμπλή. Οι ελληνοποιημένοι ποδοσφαιριστές Αλφρέντο Γκλασμάνη, Νόνι Λίμα, Χουάν Λίσα, Νέτο Γκουερίνο, Χουάν Μοντέζ, Εντουάρντο Κοντογεωργάκη και Ρομπέρτο Χιλ, βρέθηκαν στην ίδια μοίρα. Το Δεκέμβριο του 1982 η ΕΠΟ επέτρεψε τη συμμετοχή του Μπουμπλή στο πρωτάθλημα και ο αθλητής εμφανίστηκε ξανά στα γήπεδα στις 19 Δεκεμβρίου λίγο πριν συμπληρώσει ένα έτος εκτός γηπέδων. Το 1983 ο Ρότσα πλέον, κατέκτησε το νταμπλ με τον Παναθηναϊκό.
Ο Μπουμπλής όπως δήλωνε ήταν ο μόνος που πλήρωσε για κάτι που συνέβαινε επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Η υπόθεση της ελληνοποίησης είχε οδηγηθεί στα δικαστήρια. Ο παίχτης του Παναθηναϊκού κρίθηκε ένοχος για παραπλάνηση αρχής για την έκδοση ψευδούς δελτίου ταυτότητας και για την υφαρπαγή ψευδούς βεβαιωτικού για την έκδοση διαβατηρίου. Ο εισαγγελέας ανακοίνωσε ποινή 14 μηνών φυλάκιση προς διακόσιες δραχμές ημερησίως. Η ποινή είχε ανασταλτικό χαρακτήρα. Στο δικαστήριο επικράτησε πανδαιμόνιο.
Οι δυσκολίες και η στήριξη των φιλάθλων
Στους δρόμους ξεχύθηκαν 25.000 κόσμου για να διαμαρτυρηθούν για τον αγαπημένο τους παίχτη. Ο Ρότσα έζησε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Κάθε πρώτη και 15 του μηνός είχε την υποχρέωση να πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα του Χολαργού, ενώ παράλληλα του είχε απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα. «Ήταν μια δύσκολη περίοδος για μένα, για την οικογένειά μου, ήμουν και 9 μήνες χωρίς να έχω δικαίωμα συμμετοχής στα παιχνίδια. Ζορίστηκα πάρα πολύ και αισθανόμουν άσχημα», είχε περιγράψει στη «Μηχανή του Χρόνου». Η υπόθεση της ελληνοποίησης του Μπουμπλή έκλεισε οριστικά και αθωωτικά τον Μάιο του 1985, μετά από έφεση που άσκησε ο Παναθηναϊκός.
«Θα γίνω Έλληνας»
«Θα γίνω Έλληνας και όταν σταματήσω να με θυμούνται οι φίλαθλοι όχι μόνο σαν Έλληνα, αλλά και σαν νομοταγή πολίτη». Έτσι και έγινε. Η αθωωτική απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών δικαίωσε τον αγώνα της πράσινης διοίκησης, που ξεκίνησε το 1980 όταν ο Ολυμπιακός με τα στοιχεία που κατέθεσε στην ΕΠΟ κατόρθωσε να ακυρώσει το δελτίο που είχε εκδοθεί με το όνομα Μπουμπλής. Η απαλλακτική απόφαση άνοιξε το δρόμο για την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στον Ρότσα. Στον αγώνα αυτό είχε τη στήριξη του συνήγορου του, Αλέξανδρου Λυκουρέζου. «Είσαι ελεύθερος και κανείς δε μπορεί να σου στερήσει την ιθαγένεια, του είπε πανηγυρικά».
6 Ιουνίου 1986. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη της υπόθεσης. Ο Χουάν Ραμόν στα γραφεία του νομάρχη Ανατολικής Αττικής Ηρακλή Παπαδόπουλου έγινε και τυπικά Έλληνας. Το όνειρο του έγινε πραγματικότητα. Θυμάμαι τι φορούσα, το πουκάμισο, που έχω χρόνια, ένα άσπρο πουκάμισο με λίγες μπλε ριγούλες και πήρα την υπηκοότητα. Το πιο σημαντικό, που πολύς κόσμος δεν ξέρει, πήγα φαντάρος, πήγα στο Ρέθυμνο παρουσιάστηκα, με στείλανε Σάμο στο Καρλόβασι και μετά στην Αθήνα και απολύθηκα από τη Σάμο. Ο Μπουμπλής λατρεύτηκε από τους φιλάθλους και ήταν από τις πιο συμπαθείς μορφές του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είχε ταλέντο, ομαδικότητα και πάνω απ΄ όλα, ήθος.
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr