Toυ Δ. Χριστόπουλου
«Η ελληνική αεροπορία πρέπει να ισοπεδώσει το διοικητήριο και το στρατόπεδο των ειδικών δυνάμεων της αλβανικής αστυνομίας. Να μην μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα και να εξοντωθούν οι δολοφόνοι του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πάρει το μήνυμα ο Ράμα και οι συμμορίες που υποδύονται τα κρατικά όργανα».
Με αυτή τη λιττή δήλωση επέλεξε ο Φαήλος Κρανιδιώτης, πάλαι ποτέ πρωθυπουργικός σύμβουλος επί κυβέρνησης Σαμαρά και (πλέον) επικεφαλής του ακροδεξιού μορφώματος «Νέα Δεξιά», να σχολιάσει την δολοφονία του ομογενή Κωνσταντίνου Κατσίφα στην Αλβανία. Δεν είναι να απορεί κανείς βέβαια: οι ακροδεξιές αντιλήψεις ήταν ανέκαθεν μια μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων για κάθε πτυχή του πολιτικού λαϊκισμού, πόσο μάλλον εκείνου που είναι έτσι κι αλλιώς ακροδεξιός από την φύση του. Και σε αυτή τη συγκυρία, με την Χρυσή Αυγή να δικάζεται και άρα να είναι μπόσικη στο να της αποσπώνται ψήφοι, οι χρυσαυγίτικες δηλώσεις αναφορικά με θέματα που «καίνε» είναι η τέλεια στρατηγική.
Θα πρέπει να υπενθυμίσει βέβαια κάποιος στις δικαστικές αρχές πως υπάρχει ένας νόμος που λέγεται «αντιρατσιστικός» και πως είναι ψηφισμένος προκειμένου να εφαρμόζεται. Μοιάζει να έχει ξεχαστεί αυτό και κάπως έτσι, διάφοροι τύποι σαν τον Κρανιδιώτη νιώθουν πως έχουν το αυτονόητο δικαίωμα να προβαίνουν σε δηλώσεις μίσους χωρίς να τρέχει κάστανο, αλλά τα πράγματα δεν είναι (ή δεν θα έπρεπε να είναι) τόσο απλά.
Για την ακρίβεια, το επίμαχο απόσπασμα του νόμου αναφέρει: «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ».
Αν και το συγκεκριμένο άρθρο φαντάζει να είναι κομμένο και ραμμένο για τον ίδιο τον Κρανιδιώτη, η ίδια η ύπαρξη της δήλωσής του φανερώνει πως κάτι τέτοια δεν τον αγγίζουν. «Μα», θα πει κάποιος, «είναι δυνατόν να τιμωρείται κάποιος για απλές δηλώσεις;». Φυσικά και είναι: διότι ο ρατσισμός δεν είναι απλά μια ακόμα άποψη που μπορεί να κατατίθεται δημόσια στο τραπέζι του δημοσίου διαλόγου αλλά μια εν δυνάμει δολοφονική αντίληψη, που υπάρχει για να προωθεί την βία. Ως εκ τούτου ο ίδιος ο ρατσισμός ακόμα και σε λεκτική μορφή, είναι βία καθεαυτή. Φυσικά, αυτό ισχύει μόνο ως προς το τυπικό της υπόθεσης. Γιατί ότι και αν λέει ο νόμος, όταν ο ρατσισμός είναι μια κατάσταση τόσο ευρέως διαδεδομένη, σιγά μην τον σταματήσει η νομοτυπία.
Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και αν μερικοί κρανιδιώτιδες περάσουν την πόρτα του εισαγγελέα διότι συστηματικά βασίζουν την πολιτική τους ζωή στην διασπορά του μίσους, το πιθανότερο είναι πως θα μετουσιωθούν και σε ήρωες από ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που θα δει σε αυτούς τον εαυτό της. Και αυτό είναι το βασικό πρόβλημα στην πραγματικότητα: όχι οι δηλώσεις ενός αποτυχημένου πολιτικού αλλά οι νοοτροπίες που τον επιβάλλουν ως νορμάλ συνομιλητή του πολιτικού διαλόγου. Οι νοοτροπίες εκείνες που όχι απλά είναι ρατσιστικές αλλά το θεωρούν και τόσο φυσικό που δεν μπορούν καν να διακρίνουν τον ρατσισμό.
Το είχε πει κάποτε πιο περιεκτικά ο Τζίμης ο Πανούσης αναφερόμενος στον φασισμό αλλά μπορούμε εύκολα να το παραλλάξουμε χωρίς να διαφοροποιηθεί το νόημα: «Ο ρατσισμός, αγάπη μου, δεν είναι ιδεολογία. Είναι νοοοτροπία αγάπη μου. Είναι νοοτροπία…».