«Μου μίλησε για κόλαση και είπε πως ήξερε ότι θα πεθάνει».
Οι συγκλονιστικές στιγμές των ανθρώπων που επιβίωσαν από τον εφιάλτη της πύρινης λαίλαπας της 23ης Ιουλίου στην Ανατολική Αττική βρέθηκαν “στοιβαγμένες” σε πακέτα καταθέσεων στα τοπικά αστυνομικά τμήματα, όπως ζητήθηκε από την Εισαγγελία για τις ανάγκες της έρευνας. Άνθρωποι που είδαν τους δικούς τους να καίγονται , άνθρωποι που έζησαν στιγμές αγωνίας ψάχνοντας τους δικούς τους από την άκρη μιας τηλεφωνικής γραμμής και δεκάδες ιστορίες που περιγράφουν τον πανικό και την ολιγωρία των αρχών τις ώρες εκδήλωσης της πυρκαγιάς.
“Η ώρα περνούσε και περίπου στις 18:00 ο καπνός είχε πυκνώσει. Τότε η κόρη μου άρχισε να ουρλιάζει “θα πεθάνουμε, θα πεθάνουμε” και να μας ωθεί όλους ώστε να βγούμε απ’ο την οικία”, περιγράφει στην κατάθεσή της η Ευανθία Σιδέρη, που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά.
Σκιαγραφώντας τη διαδρομή που ακολούθησαν για να φτάσουν στην παραλία, με τη φωτιά να τους κυνηγάει, είπε πως η μητέρα της έπεσε στα σκαλιά, πριν από την παραλία. “Τότε η κόρη μου την άρπαξε και τη σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή το πουκάμισό μου άρπαξε φωτιά και έτρεξα γρήγορα προς τη θάλασσα, χάνοντας τη μητέρα μου, την κόρη μου και τον άντρα μου”, θα πει. Ακολούθησαν ώρες που η γυναίκα προσπαθούσε να να βρει την οικογένειά της. Όταν τα κατάφερε, η μητέρα της είχε ήδη χάσει τη ζωή της. “Η μητέρα μου δεν κάηκε, αλλά όταν η κόρη μου την είχε στα χέρια της και λίγο πριν αρχίσουν τα μεγάλα κύματα, η μητέρα μου της είπε “έσβησε η φωτιά, πάμε έξω” και έβγαλε αφρούς από το στόμα, της γύρισαν τα μάτια και πέθανε, αυτά μου είπε η κόρη μου, Περσεφόνη.
Τις ίδιες ώρες, ο Βαγγέλης Κωστόπουλος βρίσκεται στο Μπραχάμι, όταν συνειδητοποιεί ότι πρέπει να φύγει αμέσως για τη Ραφήνα, επειδή οι γονείς του κινδυνεύουν. “Η μητέρα μου, λόγω του καπνού, έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε στο έδαφος έξω από το σπίτι. Ο πατέρας μου, λόγω της φωτιάς που είχε ο προαύλιος χώρος, δεν κατάφερε να τη μετακινήσει. Μόλις έφτασα είδα τη μητέρα μου έξω από το σπίτι απανθρακωμένη”, κατέθεσε στους αστυνομικούς.
Ήταν 17:30 όταν ο Γιώργος Καίρης και η σύντροφός του, αποφάσισαν να φύγουν από το σπίτι. “Βγάζω το αυτοκίνητο από τον χώρο στάθμευσης και μπαίνω μέσα στο σπίτι να πάρω τη σύντροφό μου. Βλέπω ξαφνικά να έχουν πάρει φωτιά τα δέντρα του περιβάλλοντος χώρου και δεν έχω πρόσβαση για το σπίτι”, περιγράφει.
Σε διάστημα 45 λεπτών δεν κατάφερε να βρει πυροσβεστικό να βοηθήσει τη σύντροφό του. “Μίλησα δυο φορές μαζί της και μου είπε ότι ‘έχουν πάρει φωτιά τα πάντα’. Στις 18:49 υπήρξε το τελευταίο τηλεφώνημα. Είπε ότι είναι κόλαση, δεν υπάρχει νερό, τα πάντα καίγονται και πως ξέρει ότι θα πεθάνει. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί. Μπήκαν πρώτοι οι εθελοντές πυροσβέστες. Μου είπαν αμέσως “κάνε πίσω, έχουν τελειώσει όλα”.
ΠΗΓΗ: Έθνος