Μερικοί εκατοντάδες εργαζόμενοι μένουν άνεργοι οριστικά αλλά αυτό που επικρατεί απέναντί τους είναι είτε η απόλυτη αδιαφορία είτε οι... πανηγυρισμοί!
Η είδηση πέρασε στα ψιλά. Μέσα στον απέραντο λαβύρινθο της επικαιρότητας κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαιτέρως. Υπήρξε απλά το περιεχόμενο ορισμένων συζητήσεων σε αυτό που με κλισέ όρους λέμε «δημοσιογραφικά πηγαδάκια» και στη συνέχεια εξαντλήθηκε. Τρεις μέρες μετά την ανακοίνωση της οριστικοποίησης του λουκέτου στο Mega, το θέμα μοιάζει να έχει ξεπεραστεί. Για τους (πρώην) εργαζόμενούς του όμως, οι οποίοι πρέπει να συμβιβαστούν ότι χάνουν οριστικά τις δουλειές τους, το όλο θέμα όχι απλά δεν κλείνει αλλά μόλις ξεκινάει.
Το Mega υπήρξε ένα από τα πιο αντιπαθητικά κανάλια στα μάτια μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Από το 2010 και μετά, από την χρονιά δηλαδή που η Ελλάδα μπήκε και επίσημα στην λεγόμενη μνημονιακή περίοδο, η επικοινωνιακή γραμμή του Mega εξόργιζε όλο και περισσότερους ανθρώπους χρόνο με το χρόνο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν στα σοβαρά ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016 κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό από την στάση του «Μεγάλου Καναλιού»: όταν εκείνο υποστήριζε φανατικά το «Ναι», αυθόρμητα ένας κόσμος συσπειρωνόταν στο «Όχι».
Κάπως έτσι, όταν έφτασε η ώρα του λουκέτου για το Mega κανείς δεν στενοχωρήθηκε. Τα σχεδόν αυτόματα αντανακλαστικά άπειρων ανθρώπων στο άκουσμα της είδησης ήταν κατά βάση πανηγυρικά. Για τους περισσότερους που βίωσαν στο πετσί τους την φτωχοποίηση της συγκυρίας, η είδηση σηματοδοτούσε ένα είδος εκδίκησης: «Μας κουνούσαν το δάχτυλο τόσα χρόνια η Τρέμη και ο Πρετεντέρης, τώρα την πάτησαν και αυτοί». Το πρόβλημα με αυτή τη σκέψη είναι πως βρίσκεται εκτός πραγματικότητας.
Ένα Μέσο είναι πολλά πράγματα. Μπορεί ανάμεσα σε άλλα να είναι και όργανο προπαγάνδας συγκεκριμένων συμφερόντων. Και σίγουρα είναι ένας εργασιακός χώρος. Ένα μέρος που δουλεύουν άνθρωποι. Όχι για να πλουτίζουν αλλά για να επιβιώνουν. Εκτός και αν έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι οι παχυλοί μισθοί των μεγαλοδημοσιογράφων που ο κόσμος βλέπει στην τηλεόραση αντιστοιχούν σε κάθε δημοσιογράφο βάρδιας που η δουλειά του δεν φαίνεται μπροστά από το γυαλί, σε κάθε τεχνικό που «καίγεται» στο μοντάζ, σε κάθε καμεραμάν που λιώνει με μια κάμερα στους δρόμους.
Ο κόσμος πανηγυρίζει και χαίρεται για όλους τους λάθος λόγους: τα πρόσωπα της βιτρίνας του Mega, εκείνα που εκνεύριζαν και εξαγρίωναν τους απεγνωσμένους από την κρίση ανθρώπους, δεν καταστρέφονται από το κλείσιμο του καναλιού, θα την βρουν την άκρη τους κάπου αλλού. Αυτοί που καταστρέφονται είναι όλοι εκείνοι που δεν έπαιξαν ποτέ κανένα ρόλο στην διαμόρφωση της κεντρικής γραμμής του Mega, εκείνοι που ενδεχομένως να διαφωνούσαν και μαζί της αλλά δεν τους έπεφτε και τους ζητήθηκε (προφανώς) και ποτέ ο λόγος, εκείνοι που δεν δούλευαν εκεί για να κάνουν καριέρα αλλά -όπως ένα σωρό άνθρωποι σε ένα σωρό αδιάφορες δουλειές- απλά γιατί ανάμεσα στην εργασία και την ανεργία η πρώτη είναι πάντα προτιμότερη.
Είναι βασική η παρανόηση που γίνεται από τον κόσμο όσον αφορά τα κανάλια: ταυτίζει τους εργαζόμενούς τους με την κυρίαρχη εικόνα τους. Και τελικά, μέσα σε ένα γενικό και αόριστο «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» τα χλωρά καίγονται μαζί με τα ξερά. Εδώ και δυόμιση χρόνια, οι εργαζόμενοι του Mega αγωνίστηκαν για την επιβίωση τους. Και τον αγώνα αυτόν τον έχασαν όπως τον έδωσαν: μόνοι τους. Την ίδια ώρα που τα γυαλιστερά πρόσωπα του καναλιού στο οποίο υπήρξαν εργαζόμενοι συνεχίζουν τις καριέρες τους, εκείνοι καταγγέλονται για πράγματα που δεν έχουν ευθύνη και κανένα δάκρυ δεν χύνεται για αυτούς.
Άραγε, η κοινωνική απομόνωση των απολυμένων, που εφαρμόζουν όλοι όσοι αντιπάθησαν το Mega πάνω στους εργαζόμενούς του, είναι μια πρακτική με την οποία θα συμφωνούσαν ή θα διαφωνούσαν όλοι εκείνοι που παρήγαγαν τις κεντρικές θέσεις του καναλιού;