
Μετατρέπει κάθε κοινωνική ένταση σε στρατιωτική επιχείρηση
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη ενεργοποιήσει την Εθνοφρουρά και στρατιωτικές δυνάμεις σε πόλεις όπως το Λος Άντζελες και η Ουάσιγκτον, στο όνομα της «τάξης και ασφάλειας».
Με κινήσεις που έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο Αμερικανός πρόεδρος επιμένει να χρησιμοποιεί το στρατό ως απάντηση σε κοινωνικές αναταράξεις και διαδηλώσεις.
Τώρα συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο: ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή να αποσταλούν στρατεύματα και στο Πόρτλαντ για την προστασία «της πόλης και των εγκαταστάσεων της ICE», όπως δήλωσε σε ανάρτησή του στο Truth Social. «Κατόπιν αιτήματος της Υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας, Κρίστι Νοεμ, δίνω εντολή στον “Υπουργό Πολέμου” Πιτ Χέγκσεθ να διαθέσει όλα τα απαραίτητα στρατεύματα», έγραψε, περιγράφοντας την πόλη ως «κατεστραμμένη από τον πόλεμο» και κατηγορώντας την Antifa και «εγχώριους τρομοκράτες» για επιθέσεις.
Οι χαρακτηρισμοί του προέδρου προκάλεσαν άμεση ανησυχία για την κλιμάκωση της έντασης και για το αν η κίνηση αυτή παραβιάζει το συνηθισμένο πλαίσιο πολιτικής του κράτους απέναντι σε διαδηλώσεις.
Η ανακοίνωση έρχεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εκστρατείας που περιλαμβάνει ήδη αναπτύξεις Εθνοφρουράς και ενεργών πεζοναυτών σε πόλεις όπως το Λος Άντζελες και παρεμβάσεις στην Ουάσιγκτον, κινήσεις που ο Τραμπ παρουσιάζει ως απάντηση σε «ριζοσπαστική αριστερά» και σε πρόσφατα περιστατικά βίας, μεταξύ των οποίων και η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, γεγονός που έχει αυξήσει την πίεση για «δυναμικές» απαντήσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Τοπικοί αξιωματούχοι αντέδρασαν άμεσα: η κυβερνήτης του Όρεγκον, Τίνα Κοτέκ, και ο δήμαρχος του Πόρτλαντ, Κιθ Γουίλσον, τόνισαν ότι δεν υπήρξε διαβούλευση και ότι «ο αριθμός των αναγκαίων στρατευμάτων είναι μηδέν», καλώντας σε αποκλιμάκωση και επισημαίνοντας ότι η πόλη δεν είναι «πολεοδομικά κατεστραμμένη», όπως την περιέγραψε ο πρόεδρος. Πολιτικοί της αντιπολίτευσης και νομικοί σχολιαστές προειδοποιούν για συνταγματικά και πρακτικά ζητήματα στη χρήση στρατού κατά Αμερικανών πολιτών εντός επικράτειας.
Κριτικοί της απόφασης συγκρίνουν την κίνηση με τις ενέργειες του 2020 κατά τις διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και προειδοποιούν ότι η στρατιωτική παρουσία στους δρόμους μπορεί να οξύνει αντί να ηρεμήσει την κατάσταση. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η παρέμβαση αποσκοπεί στην προστασία ομοσπονδιακών υπαλλήλων και εγκαταστάσεων, αλλά δεν έχει παράσχει ακόμη σαφή στοιχεία για το είδος των δυνάμεων που θα κινητοποιηθούν ή για το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τη δράση τους.
Αναλυτές τονίζουν ότι η ρητορική περί «εσωτερικού εχθρού» και η χρήση όρων όπως «full force» (πλήρης ισχύς) μπορεί να έχουν διπλό αποτέλεσμα: να ικανοποιήσουν το πολιτικό ακροατήριο που απαιτεί «σκληρή στάση», αλλά και να προκαλέσουν διεθνή ανησυχία και πολιτειακές αντιδράσεις, με πιθανές νομικές προκλήσεις από κυβερνήτες και οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων.